Monday, January 22, 2007

THE ALBANIAN WRITERS UNION AS MIRRORED BY A WOMAN

(Tomorow I Kadare will be in Athens)

by ISMAIL KADARE

Issue of 2005-12-26 and 2006-01-02 (The New Yorker fiction)


Posted 2005-12-19

5. (fifth part)

The assembly was held in one of the auditoriums of the Palace of Culture. In contrast to earlier occasions, the Party leaders taking part wore sombre expressions. And the text of the main speech was harsh indeed. With the country under bitter siege, at a time when the Albanian people and their Communist leaders were working and struggling to break through the blockade, the writers and artists of Albania were, alas, behaving in just the opposite manner. The jargon flowed on and on: alienation from the working masses, living in an ivory tower, bourgeois ways.

“A tainted spirit that has nothing in common with Communist ideals is spreading in our midst,” the president of the Writers’ Union declared. Everyone was waiting for names to be called, and the tension in the auditorium became unbearable. Apparently, before getting to the names, however, the Party leaders had decided to list the sinful influences to which we had succumbed. Drunkards, sexual obsessives, homosexuals, moral and political pimps, gamblers, nostalgics, mystics, and hermetics were not only infiltrating our ranks but apparently using their influence to spread the afflicted spirit mentioned earlier.

My heart was beating slowly. I had committed at least three of the sins the leaders were referring to—not to mention my preoccupation with suicide, which the editor-in-chief had recently denounced, and my obsession with black garters.

The speaker, it seemed, had got too close to the microphone, so that when he said the word “shakeup” it generated a veritable tremor in the auditorium. “The Party is calling for a shakeup among writers and artists,” he repeated. “That is why this assembly has been convened. And that is what we have come here to discuss.”

We pushed our way to the exits, bumping into one another like a bevy of the blind.

The afternoon session was even more depressing. The first speakers outdid one another with bitter invective, ranting on and on about the tainted pride of intellectuals, their egotism, their thirst for praise, money, and excess. Before calling for the obligatory “shakeup,” one of the speakers shouted twice, “Shame on us!” The next speaker, finding nothing original to say, simply shouted, “It is time for another shakeup!”

“How did we get ourselves into such a mess?” It was with these words, spoken in a trembling voice, that one of the veteran writers began his speech. Since the First World War he had been writing plays for children in which the forces of good always won in the end; this had insured his success through several regimes. We were the bottom of the barrel, the scum of the earth, he announced.

At that moment, there was a small commotion at the entrance to the auditorium. The wife of the Great Leader had arrived to observe. I exchanged a fleeting glance with my colleague.

After the veteran writer, it was the turn of a literary critic and then of the female poet to whom I had pontificated on the subject of Hindu castration some months earlier. The emotion in her eyes, her feverish tone implied a dangerous sincerity.

“We, the writers of the younger generation, who are entering the world of literature with the purest of emotions, have been saddened by the behavior of our elders, but until now we failed to understand the origin of the spirit that had tainted them. This assembly has opened our eyes!”

My heart missed a beat. Just wait till she mentions your name as an example, I thought, cursing myself. What an idiot I was, what an imbecile! Why had I insisted on telling my castration story to her?

The young poet continued to speak with a steely resolve. “We young writers embarking on the road to literature are, indeed, naïve, especially we female writers, but there is nothing wrong with being naïve. What is wrong is when someone tries to take advantage of the gullibility of others.”

I was flabbergasted. The silence in the auditorium became absolute. Because almost all the young writers at the Union had tried to get the girl into bed by offering to publish her poems, we were convinced that our names would be mentioned. I had not directly solicited her favors yet, but anyone who had overheard me speaking to her about castration would have been led to believe that it was just a prelude to seduction.

The discussion became more and more aggressive. “What have we come to, comrades?” one of the women on the podium called out. “Others are doing great deeds on the work front, freezing in the snow, diving into the flames to save their comrades, while we are hanging around in the kitchen doing nothing.”

The wife of the Leader nodded in approval, and several others on the podium followed suit.

The room was filled with a heavy sense of guilt. Some of us were red-eyed. I thought I could hear a couple of people sobbing quietly.

How could we cleanse ourselves of such enormous failings? Where was the way forward? As if reading our thoughts, the president of the Writers’ Union, before closing the meeting, tackled precisely this question. “It will help no one to sit around and weep. We must find a solution. The meeting is adjourned,” he declared. “The next session begins tomorrow morning at seven o’clock.”

I exchanged another quick look with my colleague. An assembly at seven in the morning? No need for comment.

(Translated, from the Albanian, by Robert Elsie, with the editorial contribution of David Bellos.)

1 comment:

Leonidas said...

ΙΣΜΑΗΛ ΚΑΝΤΑΡΕ: «Εγώ δεν πρόδωσα κανέναν»

Τίρανα, χρόνια ακόμα πριν καταρρεύσει το κομμουνιστικό καθεστώς: Ενας υπάλληλος της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, πρώτη φορά στη διάρκεια της καριέρας του, καλείται να παρακολουθήσει την παρέλαση της Πρωτομαγιάς από την εξέδρα των επισήμων. Οση έκπληξη προκαλεί το γεγονός στους συναδέλφους του άλλη τόση, συνοδευμένη μ' ενοχές, πλημμυρίζει και τον ίδιο.

Αντικρίζοντας το «οκνηρό λίκνισμα» του ανθρώπινου κύματος που συρρέει στο κέντρο της πόλης και τ' «απολιθωμένα», «απειλητικά» πρόσωπα των μελών του Πολιτικού Γραφείου, ο αφηγητής της «Κόρης του Αγαμέμνονα» και κεντρικός ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ισμαήλ Κανταρέ προβαίνει σ' έναν σύντομο απολογισμό της ζωής του, έχοντας συνειδητοποιήσει πως η κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος έχει χαθεί γι' αυτόν οριστικά. Η αγαπημένη του Σουζάνα, ως άλλη Ιφιγένεια, έχει «θυσιαστεί» από τον ολοένα κι ανερχόμενο στην ιεραρχία πατέρα της και ο δεσμός τους -όπως και τόσα άλλα γύρω τους- έχει κομματιαστεί απ' τα γρανάζια μιας αχαλίνωτης κρατικής μηχανής.

Η «Κόρη του Αγαμέμνονα» -που συστεγάζεται με τον «Διάδοχο» στο βιβλίο που έρχεται να παρουσιάσει μεθαύριο ο Κανταρέ στην Αθήνα («Εκδ. Εικοστού Πρώτου»)- γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80. Σε μια εποχή δηλαδή, όπου ο διασημότερος σύγχρονος αλβανός λογοτέχνης και κάτοχος του πρώτου διεθνούς βραβείου Man Booker, εξακολουθούσε να πιστεύει πως το καθεστώς του Χότζα είναι ανίκητο: «Οπως όλοι μας, έτσι κι εγώ είχα πεισθεί πως θα πεθάνουμε χωρίς ν' απαλλαγούμε απ' αυτήν τη φρικτή δικτατορία» μας λέει, σε τηλεφωνική επικοινωνία που επιδιώξαμε μαζί του. «Είχα λοιπόν αποφασίσει να γράψω ένα μικρό βιβλίο, σαν ένα είδος διαθήκης, ασκώντας ευθεία κριτική στο καθεστώς. Ηταν το πρώτο που έγραφα, γνωρίζοντας εξ αρχής πως δεν θα το δημοσίευα στην Αλβανία αλλά στο εξωτερικό. Γι' αυτό και στις σελίδες του δεν υπάρχει ίχνος αλληγορίας. Τα πράγματα λέγονται με τ' όνομά τους, κυριαρχεί ο ρεαλισμός».

Το ίδιο ισχύει και για τον «Διάδοχο», που γράφτηκε μία εικοσαετία αργότερα, όταν πια ο ίδιος ήταν εγκατεστημένος στο Παρίσι. Εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός, τον μυστηριώδη θάνατο στελέχους που φαινόταν πως θα διαδεχθεί τον Χότζα, «έναν θάνατο που ουδέποτε διαλευκάνθηκε επισήμως και, ενώ παρουσιάστηκε ως αυτοκτονία, για τον περισσότερο κόσμο δεν ήταν παρά δολοφονία», το δεύτερο αυτό μυθιστόρημα μιλάει για μία ακόμη θυσία που αναγκάζεται να κάνει η Σουζάνα, αποτυπώνοντας ακόμα πιο εύγλωττα την ασφυξία, τον παραλογισμό και την τρομοκρατία που ασκούσε το καθεστώς.

«Το σεξ ήταν καταραμένο»

Και στα δύο αφηγήματα, ωστόσο, υπάρχουν σελίδες έντονου ερωτισμού, με το σεξ να παρουσιάζεται ως το ύστατο καταφύγιο του ανθρώπου και, ταυτόχρονα, σαν υποθηκευμένο δώρο που ανά πάσα στιγμή μπορεί ν' ακυρωθεί. «Το σεξ», λέει ο Κανταρέ, «λογαριαζόταν σαν κάτι βλάσφημο, καταραμένο. Δεν απαγορευόταν απλώς να καταπιαστείς γραπτώς μαζί του. Ακόμα και το να εκδηλώσεις ανοιχτά την ερωτική επιθυμία σου, λογαριαζόταν ως ευθεία προσβολή, ως εχθρική πρωτοβουλία κατά των αρχών. Ολα τ' ανθρώπινα συναισθήματα βρίσκονταν υπό αυστηρό έλεγχο, πόσω μάλλον αυτό».

Σήμερα που ο ίδιος δημιουργεί μέσα σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας, τι αλλαγές βλέπει στο έργο του; «Στο παρελθόν αναρωτήθηκα σχετικά κι εγώ... Δεν ήξερα αν θα ήμουν ικανός να γράψω εκτός των κομμουνιστικών ορίων. Ευτύχησα, εν τούτοις, να διαπιστώσω ότι τελικά η λογοτεχνία μου δεν επηρεάστηκε από την πτώση τους. Κι αν είμαι περήφανος για κάτι, είναι πως στα έργα που ακολούθησαν δεν έκανα επίδειξη μεγαλύτερου κουράγιου απ' ό,τι στο παρελθόν. Οποιος αναγνώστης συγκρίνει το "Παλάτι των ονείρων" με το τελευταίο μου βιβλίο, θα δει πως η κριτική μου ήταν και τότε το ίδιο θαρραλέα. Η εσωτερική ελευθερία είναι που μετράει πάνω απ' όλα. Ούτε τα βασικά μυθιστορηματικά μου μοτίβα άλλαξαν έκτοτε σημαντικά. Οι νεκροί και οι ζωντανοί, τα όνειρα, τα φαντάσματα, οι μύθοι της αρχαιότητας, αυτά εξακολουθούν να με εμπνέουν. Και με το ίδιο πάθος υπερασπίζομαι μια λογοτεχνία χωρίς όρια, οικουμενική».

Οπως ομολογεί ο 70χρονος συγγραφέας των «Ταμπούρλων της βροχής» και του «Ρημαγμένου Απρίλη», είχε φλερτάρει με την ιδέα να αυτοεξοριστεί στη Γαλλία και πριν από το 1990. «Δεν μου έλειψαν οι ευκαιρίες, δεδομένου ότι είχα τη δυνατότητα να ταξιδεύω στο εξωτερικό. Τι με κράταγε; Ο φόβος για την τύχη που θα επιφυλασσόταν στους δικούς μου ανθρώπους, στην οικογένειά μου. Κάποια στιγμή, ωστόσο, με τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου μου, το αποφάσισα. Ηταν το 1983, την εποχή που γυριζόταν σε ταινία στο Παρίσι το μυθιστόρημά μου "Ο στρατηγός ενός νεκρού στρατού". Κι όμως, την τελευταία στιγμή, άλλαξα γνώμη. Θυμάμαι πόσο είχε προσπαθήσει να με μεταπείσει ο πρωταγωνιστής της ταινίας και φίλος μου, Μισέλ Πικολί. Το ότι θα κινδύνευαν εξαιτίας μου αγαπημένοι μου άνθρωποι ήταν τεράστιο βάρος στη συνείδησή μου».

«Με τη φυγή μου πολλοί αναθάρρησαν»

Πώς εισέπραξαν οι συμπατριώτες του τη φυγή στο εξωτερικό, σε μια περίοδο που το καθεστώς επιτέλους γκρεμιζόταν; «Αλλοι, από τους κόλπους των κρατούντων, με χαρακτήρισαν προδότη κι άλλοι φάνηκαν διχασμένοι υποστηρίζοντας πως έπρεπε να παραμείνω στη χώρα και να συμβάλλω στην ανασυγκρότησή της. Οι περισσότεροι, πάντως, αναθάρρησαν γιατί είδαν στο φευγιό μου μία επιπλέον ένδειξη για την κατάρρευση της δικτατορίας».

Τα μυστικά αρχεία του κόμματος, που ήρθαν πρόσφατα στο φως από τις αρχές, είναι αποκαλυπτικά των συνθηκών μέσα στις οποίες ήταν αναγκασμένος να εργάζεται ο Κανταρέ, εξασφαλίζοντας με το έργο του την επιβίωση των αλβανικών γραμμάτων. Στα πρακτικά, για παράδειγμα, έκτακτης συνεδρίασης του Συνδέσμου Συγγραφέων εν έτει 1975, με αντικείμενο την αξιολόγηση των βιβλίων και της προσωπικότητάς του, γινόταν λόγος για τις «μηδενιστικές τάσεις» του και για τις «αντιεπαναστατικές πρακτικές» του, για τις «φιλελεύθερες ιδέες» που εισήγαγε στα έργα του μετά από κάποια ποιήματα «με καλό προπαγανδιστικό σκοπό», για την «αλαζονεία» του χάρη στην «ανοχή φοβιτσιάρηδων κριτικών», για τη ροπή του προς «ηθικά ανάπηρους ήρωες», για την «κλειστή, διανοουμενίστικη, μικροαστική ζωή του».

Τίποτε από τα παραπάνω δεν τον εξέπληξε. «Ενα μέρος από τα αρχεία αυτά τα είχα υπ' όψιν μου, κι άλλα τα υποψιαζόμουν. Βλέποντάς τα βέβαια δημοσιευμένα, κυριεύθηκα από θλίψη. Περιλαμβάνουν εκατοντάδες σελίδες με καταγγελίες εναντίον μου, αλλά, όσο και να ψάξει κανείς, δεν θα εντοπίσει πουθενά ούτε μία καταγγελία για συμπατριώτη μου από το δικό μου χέρι. Να κάτι για το οποίο επίσης επιτρέπω στον εαυτό μου να περηφανεύεται».

Τα τελευταία χρόνια ο Κανταρέ μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στη Γαλλία και την πατρίδα του, διαπιστώνοντας «πόσο δύσκολο είναι ακόμα για τους Αλβανούς να διαχειριστούν την ελευθερία τους» και πόση απ' την πολύτιμη ενέργειά τους ξοδεύουν σε πολιτικές αντεγκλήσεις. Τις σχέσεις του με τους αλβανούς πολιτικούς τις χαρακτηρίζει «ψυχρές» και, μολονότι έχει δεχτεί προτάσεις για να ριχτεί ενεργά στον στίβο της πολιτικής, τις έχει όλες απορρίψει. «Ο συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να μιλήσει με το έργο του» επιμένει. Το μέλλον της χώρας του γι' αυτόν είναι «αναμφισβήτητα ευρωπαϊκό», ενώ για το μέλλον του παγκοσμιοποιημένου και γεμάτου εστίες πολέμου πλανήτη «είμαι υποχρεωμένος να νιώθω αισιόδοξος» λέει.

Οσο για το βραβείο Νόμπελ, «ε, δεν θα είναι και τραγωδία αν δεν έρθει!» καταλήγει. «Πλάι στον κατάλογο με τους νομπελίστες, υπάρχει κι εκείνος μ' όσους δεν το καρπώθηκαν ποτέ. Οταν ρωτούσαν σχετικά τον Μπόρχες, απαντούσε πως η Σουηδική Ακαδημία είχε συνηθίσει να του το αρνιέται! Ως γνωστόν, οι μικρές χώρες δίνουν υπερβολική σημασία σε τέτοιου είδους βραβεία. Μια πρακτική που αναλογεί και στον πόθο τους για διακρίσεις σε διεθνείς αθλητικούς αγώνες, έτσι δεν είναι;»

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Ελευθεροτυπία