Sunday, October 07, 2007

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥ-διήγημα από Μ. Δράμης .

Αποκλειστικά για το Blogger-Ηimara από Μίρης Δράμης



ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥ.

Κανείς δεν το έχει ξεχάσει αυτό που συνέβη εδώ και λίγα χρόνια πριν. Για αυτό και πλήθος περαστικών ακλουθεί να περιφέρονται σε αυτή την οδό, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα συναντήσουν το μανεκέν, που όταν ανακάλυψε το πεπρωμένο, παραλήρησε και μεταμορφώθηκε σε ροζ νεράιδα. Έτσι πέρασαν τα χρόνια, όμως αυτή ακόμη να φανεί. (Και εγώ, που την λέω «ροζ,» βασίζομαι στα λεγόμενα του άνδρα του πεζοδρομίου, που τόλμησε να ορθωθεί στις ερωτικές ισορροπίες.)
Κορίτσια, ζευγάρια δε πλήθος κόσμο, από νωρίς ξεχύνονται σε εκείνο το δρόμο, πεπεισμένοι ότι αυτή κάπου κρύβετε. Σταματούν σε κάθε βιτρίνα, κάνουν περιέργους συλλογισμούς για τα μανεκέν που στέκονται σιωπηλά και συνεχίζουν πιο πέρα. Πάλι σταματούν, βλέπουν με λεπτομέρεια τα ρούχα που φορεί η κάθε μια, και καταπιέζουν την φαντασία, τοποθετώντας σε μια γωνιά της, τον εαυτό τους. Σε λίγο, ξανά μερικά βήματα πιο πέρα. Έτσι μετατοπίζετε όλος αυτός ο πλήθος, που παρατηρεί το κάθε τι πάνω στις κούκλες, μέχρι και το πιο ασήμαντο κορδόνι.
-Όχι αυτό το φόρεμα. Δεν μπορείς να πάρεις κάτι τέτοιο. Κάθε ρούχο έχει το ιδιαίτερο του. Ας δούμε και λίγο πιο πάνω... –ακούγονταν ψιθυρισμοί στο πλήθος, ενώ περπατούσε τόσο χαώδης. Μερικοί πάνω, μερικοί κάτω, ενώ κάποιοι άλλοι ούτε πάνω ούτε κάτω. Αυτοί παραμείναν απέναντι στις βιτρίνες με τα μανεκέν, και περίμεναν μερόνυχτα να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα γνωριστούν με την ροζ νεράιδα…

Έτσι, εντελώς τυχαία, οι άνθρωπο χωριστήκαν σε κατηγορίες και η πόλη τους δέχτηκε χωρίς όρους. Σε εκείνους που ερχόντουσαν χωρίς να αγοράσουν τίποτα, σε εκείνους που έφευγαν παίρνοντας μαζί τους κάτι, και σε εκείνους που εγκατασταθήκαν στις γωνιές, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν την ροζ νεράιδα…
Στην πραγματικότητα, δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι που ήθελαν να γνωριστούν με την πεντάμορφη εξαφανισμένη, η όπια ποτέ δεν σκέφτηκε ότι το γραφτό της, ήταν να αιωρούταν αόρατη. Και ο ήλος ήθελε να την γνωρίζει, ο οποίος έλουζε όλο ευτυχία αυτό το κομμάτι δρόμο, σαν να είχε βρει εκεί από καιρό, το παιδικό του κρεβατάκι. Μάλιστα, σε εκείνα τα πρώτα λεπτά, οι άνθρωποι και ο Ήλιος έδειχναν ανήσυχοι, για το ποιος θα ήταν ο πρώτος, που θα καταλάμβανε την οδό. Μετά, ένα περιστερίσιο κουκούρισμα για πολύπλευρη κατοχή, και όλοι έτρεχαν απελευθερωμένοι από παντού. Ενώ καθετί τελείωνε, ο ήλος δείχνε απορημένος και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τίποτα για το ξεκίνημα μιας παρατεταμένης ταυτόχρονης βόλτας με τους κάτω.

Εμείς ας υποθέσουμε ότι εκείνη την ώρα, σηκωνόταν για πέταγμα η νεράιδα, παρόλο που το σίγουρο ήταν ότι τότε ξυπνούσε αυτός, που είχε στρώσει απέναντι από την πολυτελή βιτρίνα. Σαν ζητιάνος, αυτός μάζευε δίπλα του τα λερωμένα κουρέλια, για να μη σκοντάφτουν οι περαστικοί και συγκεντρωνόταν στο μανεκέν απέναντι, που όλη την νύχτα ένα σμαραγδένιο φώς την έλουζε, δίνοντας της θεϊκή μαγεία.
Οι θερινές νύχτες ήταν ζεστές, και ο άνθρωπος,(κατά πολλούς, ο ζητιάνος) ξυπνούσε ήρεμος, ελπίζοντας ότι η ακριανή κούκλα της βιτρίνας ήταν η νεράιδα που όλοι αναζητούσαν. Δε μπορεί να ήταν άλλη. Όσο περισσότερο την κοιτούσε, τόσο περισσότερο πίστευε ότι την αγαπούσε. Σε λίγες μέρες, άρχισε να νιώθει πως δεν του έμεινε ψυχή. Τώρα και οι νύχτες του χαντακώθηκαν. Την παρατηρούσε πίσω από το τζάμι, και χαιρόταν σαν παιδί. Αυτό το συναίσθημα κράτησε αρκετά καιρό, μέχρι που έφτασε το φθινόπωρο.

Στις μουντές μέρες, όταν κάποιος στεκόταν μπροστά εμποδίζοντας τον να κοιτάζει μπροστά, αυτός χτυπούσε ένα κουτί σαν ντέφι, που όλοι τριγύρω τρόμαζαν. Οι άνθρωποι σαστισμένοι από την ιδέα ότι η νεράιδα γυροφέρνει, απομακρυνόντουσαν με το βλέμμα πίσω, πιστεύοντας ότι αυτή η οδός είναι μαγεμένη. Ενώ χαμογελούσαν στον καθισμένο άνδρα υποκριτικά, έπαιρναν διαφορετικές κατευθύνσεις. Αυτοί που πήγαιναν εναντία στον ήλιο, μισόκλειναν τα ματιά τους σαν να σήκωναν με τα βλέφαρα την ροζ νεράιδα. Τότε, ο ζητιάνος (κατά πολλούς,) που έμενε με ένα φοβισμένο βλέμμα, ξεκινούσε να σιγοψιθυρίζει το πονεμένο τραγούδι, που του προκαλούσε εκείνη, πίσω από το τζάμι.
Έτσι οι καιροί περνούσαν όταν ξαφνικά μια μέρα που είχε βρέξει, την λατρεμένη θεά του, την έγδυναν. Δεν το άντεξε. Σηκώθηκε από την γωνία, και κουτσαίνοντας από το μούδιασμα τις καθισιάς, πήγε δίπλα. Ενοχλημένος χτύπησε στην βιτρίνα, απειλώντας να μη πειράξουν τον Άγγελο του, διότι έκανε κρύο και θα πάγωνε.

-Κοιτάτε το ζητιάνο, μας απειλεί για το μανεκέν. Χα, χα. Αγαπιούνται. Τι ρομαντικό; -μίλησε ειρωνικά το κορίτσι που άλλαζε την κούκλα, δίχως να σταματήσει την δουλειά της. Αφηρημένη, δεν κατάλαβε πολλά, αλλά όταν είδε γύρω του μαζεμένο πλήθος, αισθάνθηκε ντροπή. Το ίδιο και η κούκλα, που έτρεμε από την γύμνια.
Ο κουρελής παραμορφωμένος στο πρόσωπο, φώναζε και κουνούσε ενδεικτικά το δάχτυλο μπροστά από το τζάμι, ότι αυτή την ντροπή που του έκαναν, μια μέρα θα του το πλήρωναν… Οι περαστικοί όταν είδαν το ζητιάνο θυμωμένο, και τα παράπονα του να μοιάζουν με εκείνα των ερωτευμένων παθολογικά, άρχισαν να αναρτιούνται αν το μανεκέν ήταν η νεράιδα που έψαχναν από καιρό.
–Πως είναι δυνατόν; -ακουστήκαν επιφωνήματα απορίας, ενώ δεκάδες ματιές έπεσαν στην κούκλα και το κορίτσι. Οι άνθρωποι ρωτούσαν ο ένας τον άλλο αγχωμένοι, πώς και δεν την είχαν προσέξει νωρίτερα; Ήταν άκρως περίεργο να μη την διακρίνει κανένας απ αυτούς. Ήταν στη γη, και την ζητούσαν στο ουρανό. Έτσι, γυρνούσαν και τον κοίταζαν ειρωνικά επωδή αποδείχτηκε ικανότερος. Εκείνος τους ανταπόδωσε το ίδιο βλέμμα, και ξεκίνησε πάλι.
-Ντύστε γρήγορα τον Άγγελο μου. Θα μου αρρωστήσετε την θεά. –φώναζε σαν πρώτα και συνέχισε να κτυπά το τζάμι. Σε λίγο, μια όμορφη κοπέλα σαν δίδυμη αδελφή της κούκλας στην βιτρίνα, του υποσχέθηκε ότι αν απομακρυνόταν, θα την έντυναν αμέσως. Τότε αυτός ηρέμησε, και πήγε ξανά στην θέση του. Το μανεκέν ντύθηκε με καινούρια μάλλινα ρούχα, και ο ζητιάνος (κατά πολλούς) ένιωθε μια γλυκιά ζεστασιά στο παγωμένο σώμα του.

Το πλίθος είχε σαστίσει. Κοιτούσε μια το κύριο που είχε γίνει ένα με τα κουρέλια, και μια το μανεκέν που έλαμπε στα καινούρια. Δεν ήθελε πολύ και η είδηση απλώθηκε σαν βροχή σε όλη την πόλη. Τότε, περισσότερος κόσμος άρχισε να έρχεται, κοιτώντας περίεργα και αδιάφορα τον άνδρα του πεζοδρομίου, που τόλμησε να ερωτευτεί το μανεκέν. Μετά τον πλησίαζαν και του έριχναν κέρματα, που κουδούνιζαν στο κουτί του, σαν να τον ξεπληρώνουν για τα λεγόμενα που κυκλοφορούσαν, αλλά και να του υπενθυμίσουν ταυτόχρονα την μεγάλη διαφορά. Ο έρημος τους ευχαριστούσε, αλλά τα μάτια δεν τα σήκωνε από τον όμορφο Άγγελο του απέναντι. Αυτό το γεγονός δεν άφησε ασυγκίνητο και τον ψυχολόγο στον δεύτερο, ο οποίος από την φασαρία του πλήθος, κατέβηκε και τον εξέτασε από απόσταση. Κοιτώντας τα κέρματα κατάληξε ότι γίνετε λόγο περί ενός κανονικότατου ανθρώπου. Μονό αλόγιστα φτωχός, και τρελά ερωτευμένος, ψιθύρισε. Κάπως αντικρουόμενα αυτά που μουρμούρισε ο γιατρός, τα όποια προκάλεσαν ασυγκράτητα γέλια. Τότε, ο δίστιχος κοίταξε το γιατρό πονετικά, οπός κοιτούσε και την κούκλα τις βιτρίνας, και με νόημα του είπε να τα πάρει όλα. Ο γιατρός χαμογέλασε. Έβαλε το χέρι βαθιά στην τσέπη, αλλά το κουτί δεν κουδούνιζε…

Σε αυτή την κατάσταση τον προσπέρασε και η εποχή τον βροχών, και τον βρήκαν η λευκές μέρες. Εν συντομία, τα χιόνια. Αλλά ο άνδρας και πάλι δεν το κούνησε από εκεί. Με το λυπητερό του βλέμμα παρατηρούσε την θεά, που τον αποτελείωνε από απόσταση. Αυτό βοήθησε να μη σταματήσουν οι περαστικοί να του ρίξουν κέρματα, παρόλο που τίποτα δεν είχαν διορθώσει στην ψύχη του. Έδειχνε ο ίδιος. Μόνο, όταν ο πάτος του τενεκέ πιανόταν από τα κέρματα και το κουδούνιζα χανόταν, τότε έπιανε και αυτός να αποκοιμόταν ήρεμα. Από κι και πέρα, το χτύπος των κερμάτων έμοιαζε με τους χτύπους τον λεπτών, που για εκείνον έπαιρναν ένα απροσδιόριστο διάκενο χρόνου. Έτσι, το λεπτό του θα μπορούσε να είναι ίσο με είκοσι η και με εβδομήντα λεπτά από τα δικά μας. Αλλά αυτό δεν αποτελούσε κάτι τρομερό στη ζωή του. Αρκεί που και για αυτόν, τα λεπτά χτυπούσαν ζωντανά.

Κατά αυτής διάρκειας της διάλυσης του χρόνου, οι περαστικοί πριν το πλησιάζουν, εξηγούσαν κάτι ο ένας στον άλλο, πλακωμένοι από τα σημάδια του φόβου. Του έριχναν αυτά που είχαν ορίσει από πριν, τα οποία τα ξεχώριζαν με το άγγιγμα των δαχτύλων, κάτι σαν τυφλό σύστημα και απευθυνόντουσαν στην κούκλα της βιτρίνας. Μπροστά της η έκφραση των προσώπων τους επανερχόταν.
Της χαμογελούσαν κακολογώντας την τύχη της, που προκλήθηκε από την ομορφιά και την έκθεση. Μετά, έπιαναν σειρά στο ταμείο, για να πληρώσουν οτιδήποτε από το ζεστό ντύσιμο της. Έτσι, αγόραζαν, αγόραζαν, σαν να είχαν κάνει τάμα, για να αφήσουν στην κούκλα τα χοντρά, και τα ψιλά στον ζητιάνο απέναντι.

Αυτό εξακολούθησε και μετά από τις λεύκες μέρες, που δεν έφεραν τίποτε ιδιαίτερο, εκτός από το να μεγαλώσει το χάσμα. όμως, έδωσε και την τελική λύση. Διότι ο ιδιοκτήτης του μανεκέν, αφού πούλησε πολύ όλο αυτό το διάστημα, πλούτισε τόσο που αγόρασε το παλιό βιβλιοπωλείο στην γωνιά. Αναμφίβολα έφερε καινούρια μανεκέν, αυτοκινούμενα, που κάθε ώρα άλλαζαν ελαφρώς στάση.
Τα παλιά, τα ξύλινα γυμνά και ξιπόλητα τα πέταξε σορό στα σκουπίδια. Έτσι πεταμένα, οι κούκλες έμοιαζαν σαν να τις είχαν βιάσει κατ εξακολούθηση. Ακόμα σου έδιναν την εντύπωση ότι είχαν κολλήσει από τα αίματα των πληγών τους. Δεν μπορούσες να τις χωρίσεις εύκολα, μόνο αν είχες σοβαρό λόγο. Αυτό επινόησε αργότερα ο κύριος του πεζοδρομίου για τις κούκλες, που τον επέτρεψαν να βγάλει από κάτω, τον Άγγελο του, τον ακριβό…

Γρήγορα αυτός έβγαλε το βρώμικο του σακάκι, και της το έριξε πάνω. Της χαμογέλασε όπως πάντα, κρατώντας την γερά στα χέρια. Τα βάσανα της μόλις τέλειωσαν. Ικανοποιημένος πλέον περπατούσε στο πλήθος, σφίγγοντας στην αγκαλιά την θεά του, που μόλις ξεκίνησε την αληθινή ζωή, εντελώς μισόγυμνη.

Αθήνα 2007

No comments: