Βασίλης Νιτσιάκος,
Καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Η μετανάστευση κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα προσλαμβάνει νέα χαρακτηριστικά, τα οποία απαιτούν μια επαναδιαπραγμάτευση τόσο των θεωρητικών όσο και των μεθοδολογικών προϋποθέσεων για τη μελέτη του φαινομένου. Η παγκοσμιοποίηση και οι συνθήκες της μετα-νεοτερικότητας είναι εξάλλου ένα νέο πλαίσιο, στο οποίο έτσι κι αλλιώς η μετανάστευση πρέπει τώρα πια να εντάσσεται. Ο P. Kivisto στο σημαντικό άρθρο του «Theorizing transnational immigration: A critical review of current efforts»2 επιχειρεί μια κριτική θεώρηση των τρόπων με τους οποίους ο όρος αυτός έχει χρησιμοποιηθεί ως μια νοητική κατασκευή για την ερμηνεία των νέων μεταναστευτικών ταυτοτήτων και κοινοτήτων, θεώρηση την οποία θα μπορούσε κανείς να υιοθετήσει ως αφετηρία για έναν νέο προβληματισμό.
Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας του παραπάνω άρθρου, ο όρος transnationalism παρουσιάστηκε συστηματικά για πρώτη φορά ως νέα αναλυτική κατηγορία, με την οποία θα μπορούσε να μελετηθεί και κατανοηθεί η σύγχρονη μετανάστευση, στο συλλογικό τόμο με τίτλο Towards a transnational perspective on migration:Race, class, ethnicity and nationalism reconsidered, που επιμελήθηκαν οι Gl. Schiller, L. Basch και S.C.Blanc και εκδόθηκε το 1992 στη Νέα Υόρκη από τη New York Academy of Sciences. Οι ίδιες συγγραφείς, δύο χρόνια αργότερα, εξέδοσαν ένα ακόμα βιβλίο με τίτλο Nations Unbound (Basel, Switzerland, Gordon and Beach, 1994), με το οποίο ολοκληρώνουν κατά κάποιον τρόπο τη θεμελίωση της «διεθνικής» θεωρητικής οπτικής σχετικά με τη σύγχρονη μετανάστευση.
Τι νέο υποστηρίζουν οι παραπάνω; Σε γενικές γραμμές λένε ότι, σε αντίθεση με τις προηγούμενες μορφές μετανάστευσης, όπου παρουσιάζεται διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτισμικών δεσμών των μεταναστών με τις χώρες καταγωγής και τάση αφομοίωσης στις χώρες υποδοχής, στη νέα μετανάστευση τα δίκτυα των κοινωνικών σχέσεων, οι εν γένει δραστηριότητες και ο τρόπος ζωής τους αφορούν τόσο τη χώρα καταγωγής όσο και τη χώρα υποδοχής. Διαμορφώνεται τρόπον τινά ένα πεδίο που ενώνει τις δύο χώρες ανεξάρτητα από σύνορα και γεωγραφικά δεδομένα και ένα είδος μεταναστών που ζουν ανάμεσα και διαμορφώνουν μάλλον «υβριδικές» ταυτότητες.. Η διαδικασία, λοιπόν μέσω της οποίας οι μετανάστες διαμορφώνουν αυτά τα δίκτυα ανάμεσα στις δύο χώρες καλείται transnationalism και οι ίδιοι οι μετανάστες που το κάνουν αυτό καλούνται transmigrants.3
Δεν θεωρώ σκόπιμο να παρουσιάσω εδώ λεπτομερώς την κριτική ανάλυση του Kivisto. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για μας είναι η συζήτηση γύρω από το ζήτημα της ταυτότητας αυτών των μεταναστών. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της «διεθνικότητας» υποδεικνύουν τον πολλαπλό και ρευστό χαρακτήρα των ταυτοτήτων των νέων μεταναστών και μιλούν για μια αντίσταση στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης στο πλαίσιο της διαχείρισης της ταυτότητάς τους. Αυτό αμφισβητείται από τον Kivisto, που, επικαλούμενος και άλλους μελετητές, υποστηρίζει ότι οι νέοι αυτοί μετανάστες περισσότερο επιζητούν την ενσωμάτωση στο σύστημα παρά αντιστέκονται σ’ αυτό.
Επίσης πολλά από τα χαρακτηριστικά της νέας μετανάστευσης δεν είναι κατά τον ίδιο καθόλου νέα, όπως η στρατηγικές παλιννόστησης, η κυκλική και η εποχική μετανάστευση.4 Αυτό που έχει πραγματικά αλλάξει δεν είναι τα ίδια τα φαινόμενα αλλά η έκταση και η συχνότητά τους. Σήμερα οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας και η βελτίωση των συστημάτων μεταφορών καθιστούν την κίνηση και δραστηριοποίηση των μεταναστών μεταξύ των δύο χωρών-πόλων της μετανάστευσης ευκολότερη και έτσι η συχνότητα των επαφών και των επισκέψεων αυξάνεται με τέτοιον τρόπο, που μπορούμε τελικά να μιλάμε για τη διαμόρφωση ενός διεθνικού πεδίου.
Αυτό υποστηρίχτηκε και από τον γνωστό μελετητή του φαινομένου της μετανάστευσης Al. Portes σε δύο άρθρα του, το εισαγωγικό και το καταληκτικό, ενός τόμου αφιερώματος στην έννοια του transnationalism του περιοδικού Ethnic and Racial Studies. O Portes λέει σε γενικές γραμμές ότι, ενώ οι μετακινήσεις των μεταναστών από τη μια χώρα στην άλλη ήταν πάντοτε μια πραγματικότητα, στην πρόσφατή τους εκδοχή απόκτησαν ένα μαζικό και σύνθετο χαρακτήρα, που μας επιτρέπει να μιλάμε για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού πεδίου, το οποίο ουσιαστικά διαμορφώνεται από έναν αυξανόμενο αριθμό μεταναστών που έχουν δύο σπίτια, μιλούν δύο γλώσσες και ζουν μια ζωή ανάμεσα στις δύο χώρες, των οποίων τα σύνορα διασχίζουν πολύ συχνά.5 ΄Οσο πιο κοντά γεωγραφικά βρίσκονται οι δύο αυτές χώρες τόσο πιο έντονο είναι το φαινόμενο αυτό.
Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο ισχύει για τους Αλβανούς μετανάστες της Ελλάδας και ιδιαίτερα για όσους έχουν εγκατασταθεί στην ΄Ηπειρο, ένα θέμα που θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια. Η συγκρότηση διεθνικών κοινωνικών πεδίων που τέμνουν τα εθνικά σύνορα είναι ένα φαινόμενο που χαρακτηρίζει την ίδια τη σχέση των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Αλβανίας, με πολύπλευρες συνέπειες και για τους μετανάστες και για τους πληθυσμούς των δύο χωρών.
Σημαντική ως προς την περαιτέρω επεξεργασία της αναλυτικής αυτής κατηγορίας υπήρξε η συμβολή ενός άλλου μελετητή του Th. Faist, ο οποίος στο βιβλίο του The volume and dynamics of international migration and trasnational social spaces,(Oxford University Press, 2000) κατορθώνει να δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εκδοχή της. Στην έννοια του κοινωνικού πεδίου, ή καλύτερα του χώρου (space), ο ίδιος συμπεριλαμβάνει την κυκλοφορία ιδεών, συμβόλων και στοιχείων του υλικού πολιτισμού. Γράφει συγκεκριμένα: « Ο χώρος εδώ δεν παραπέμπει μόνο στα φυσικά χαρακτηριστικά αλλά επίσης σε ευρύτερες δομές ευκαιριών, στην κοινωνική ζωή και στις υποκειμενικές εικόνες, αξίες, και νοήματα που ο συγκεκριμένος και περιορισμένος τόπος εκπροσωπεί σε ό,τι αφορά τους μετανάστες. Ο χώρος έτσι είναι διαφορετικός από τον τόπο στο ότι συμπεριλαμβάνει ή απλώνεται σε διαφορετικές εδαφικές επικράτειες. Περικλείει δύο ή περισσότερους τόπους. Ο χώρος έχει ένα κοινωνικό νόημα που εκτείνεται πέρα από μια εδαφικότητα˙ μόνο με συγκεκριμένους κοινωνικούς και συμβολικούς δεσμούς αποκτά νόημα για δυνάμει μετανάστες.»6
Νομίζω ότι η συμβολική διάσταση αυτού του πεδίου που τέμνει μαζί με τα σύνορα και τα όρια των εθνικών οντοτήτων είναι πολύ σημαντική για τη συγκρότηση νέων ταυτοτήτων, που μας αναγκάζουν να επαναπροσδιορίσουμε τους όρους με τους οποίους προσεγγίζουμε τις εθνικές ταυτότητες, λόγω των υβριδικών και όχι μόνο χαρακτηριστικών τους. Η περίπτωση της αλβανικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα μπορεί να προσφέρει πολλά στη μελέτη του φαινομένου, εάν γίνει με έναν κατάλληλο διεπιστημονικό τρόπο. Η γεωγραφική εγγύτητα, το ιστορικό υπόβαθρο των πληθυσμιακών μετακινήσεων, ο πολυ-εθνοτικός χαρακτήρας της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στην οποία ανήκουν οι εδαφικές επικράτειες των δύο εθνικών κρατών, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά βάση με το τέλος των βαλκανικών πολέμων, η ύπαρξη εθνοτικών ομάδων που τέμνουν τα εθνικά σύνορα (π.χ. Βλάχοι), η παρουσία της αναγνωρισμένης ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και άλλα ζητήματα που αφορούν τις διμερείς σχέσεις των συγκεκριμένων κρατών (π.χ. το ζήτημα των Τσάμηδων), καθιστούν τη νέα αλβανική μετανάστευση ένα φαινόμενο πρόκληση για τις επιστήμες που ασχολούνται με τα μεταναστευτικά φαινόμενα του σύγχρονου κόσμου. Επιπλέον, η ίδια η πολυπλοκότητα του φαινομένου μπορεί να αποτελέσει καλό παράδειγμα για την αμφισβήτηση γενικευτικών και απλουστευτικών θεωρητικών μοντέλων.
Αξίζει να σταθούμε λίγο σ’ αυτό το θέμα και να αναδείξουμε εν συντομία τη σημασία των παραπάνω διαστάσεων της αλβανικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Και πρώτα από όλα, η ιστορική διάσταση. Μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός των μεγάλων μετακινήσεων αλβανικών πληθυσμών προς τον ελλαδικό χώρο πριν την οθωμανική κατάκτηση, γεγονός στο οποίο οφείλεται η παρουσία των Αρβανιτών στην Αττική και αλλού που μέχρι σήμερα παραμένουν ως ένα βαθμό δίγλωσσοι; Το ερώτημα δεν αφορά μόνο την κατανόηση του ιστορικού πλαισίου της μετανάστευσης αλλά και όψεις του σύγχρονου φαινομένου, αφού φαίνεται ότι η παρουσία αυτών των πληθυσμών στη σημερινή Ελλάδα έχει επηρεάσει τη διαμόρφωση του χάρτη της νέας μετανάστευσης αλλά και των δικτύων κοινωνικών σχέσεων που έχουν προκύψει. Η γλωσσική κοινότητα και η πολιτισμική οικειότητα έπαιξαν και παίζουν ρόλο στην αναζήτηση τόπου εγκατάστασης και πεδίου εργασίας εκ μέρους των μεταναστών αλλά και στην αποδοχή τους και ενσωμάτωσή τους εκ μέρους των ντόπιων Αρβανιτών. Αυτό είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω από τις πολλές συνεντεύξεις που έχω πραγματοποιήσει με Αλβανούς μετανάστες, όπου τείνει να είναι στερεότυπη η αναφορά τους στην καλή υποδοχή εκ μέρους των πληθυσμών αρβανίτικων χωριών ιδιαίτερα στην περιοχή των Θηβών κατά τους πρώτους μήνες της περιπλάνησής τους στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι μιλάνε αρβανίτικα και μπορούν να επικοινωνήσουν με τους Αλβανούς είναι καθοριστικής σημασίας. Ως προς την πολιτισμική οικειότητα, το ζήτημα είναι πιο σύνθετο και απαιτεί ειδική έρευνα και μελέτη. Το έθιξε στο συνέδριο για την αλβανική μετανάστευση της Κορυτσάς ο Σ. Μαγκλιβέρας, ο οποίος, εισηγούμενος το θέμα «Αλβανοί μετανάστες και Αρβανίτες οικοδεσπότες: Ταυτότητες και σχέσεις»7, ανέδειξε την πολυπλοκότητά του και τη μεγάλη σημασία του για την κατανόηση της ίδιας της έννοιας της εθνοτικής και πολιτισμικής ταυτότητας.
Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο τέτοιοι δεσμοί ενεργοποιούνται στο πλαίσιο της μετανάστευσης αλλά και το νόημα που προσδίδουν σ’ αυτή τα ίδια τα υποκείμενα. Εξάλλου ο ίδιος ο προσδιορισμός ενός τέτοιου δεσμού είναι προβληματικός, με την έννοια ότι είναι κατά βάση εθνοτικός, καθώς αφορά τις εθνολογικές καταβολές, αλλά πλέον τα μέλη τους ανήκουν σε διαφορετικά εθνικά σύνολα, οι μεν είναι ΄Ελληνες και οι δε Αλβανοί. Η συγκρότηση των νεοτερικών «καθαρών» εθνικών ταυτοτήτων και η ίδια η εθνική ιδεολογία δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια δυσκολία στην «ταξινόμηση» αυτού του δεσμού, όπως και σε οποιαδήποτε ταύτιση, η οποία, πέρα από τις άλλες κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες, θα προκαλούσε και μια κρίση ταυτότητας. Η φαινομενικά αντιφατική στάση των Αρβανιτών που διαπιστώνει ο Μαγκλιβέρας έχει να κάνει με τη δυσκολία δημόσιας διαχείρισης του φαινομένου. Η δημόσια εκδήλωση της εθνολογικής και γλωσσικής συγγένειας με τους Αλβανούς μετανάστες συνιστά οπωσδήποτε πρόβλημα, γι’ αυτό και οι συμπεριφορές ανάμεσα στον ιδιωτικό και το δημόσιο χώρο διαφοροποιούνται. Για τους Αρβανίτες η μετάβαση από την προ-νεοτερική εθνοτική στη νεοτερική εθνική ταυτότητα σήμανε ιστορικά την ταύτισή τους με το ελληνικό έθνος, γεγονός που προκαλεί μια σύγχυση, εάν θα ήθελε κανείς να μιλήσει για ενεργοποίηση εθνοτικών δεσμών και να το συνδέσει όλο αυτό με τις νέες θεωρίες για τα «εθνοτοπία»(ethnoscapes)8.Και από αυτή την άποψη το συγκεκριμένο θέμα αποτελεί μια πρόκληση.
Ως προς το εθνολογικό υπόβαθρο του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, όπου συγκροτήθηκαν τα δύο εθνικά κράτη, και ιδιαίτερα της ευρύτερης ζώνης όπου χαράχτηκε το σύνορο – με πολύ μεγάλη δυσκολία είναι αλήθεια λόγω ακριβώς του σύνθετου εθνολογικού μωσαϊκού και της απουσίας «καθαρών» εθνολογικών κατηγοριών- δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς τόσο την ύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών ομάδων όσο και την αλληλοδιείσδυση μεταξύ των δύο κυρίαρχων, οι οποίες θα συγκροτήσουν τα δύο εθνικά κράτη τελικά. Το παράδειγμα των Βλάχων, μιας ομάδας της οποίας η παρουσία εξακολουθεί και μετά τη χάραξη του εθνικού συνόρου να είναι εξαπλωμένη και στις δύο χώρες, είναι χαρακτηριστικό. Πολλοί από τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους απλώς έτυχε να βρίσκονται στη μία ή στην άλλη πλευρά του συνόρου με τα κοπάδια τους και το που εντάχτηκαν τελικά έχει να κάνει μ’ αυτό το γεγονός. Σε πολλές περιπτώσεις τμήματα συγγενειακών ομάδων (φάρες) χωρίστηκαν στα δύο και τα μέλη τους έγιναν πολίτες διαφορετικών εθνικών κρατών.
Με την πτώση το αλβανικού καθεστώτος οι Βλάχοι της Αλβανίας ήταν από τους πρώτους που ήρθαν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας τους δρόμους κοντά στα σύνορα και διαθέτοντας δίκτυα συγγενειακών σχέσεων, τα οποία διευκόλυναν την εγκατάστασή τους και την εργασιακή αποκατάστασή τους. Πολλές τέτοιες περιπτώσεις συνάντησα στα πρώτα χρόνια της εξόδου(1991-2) στην περιοχή του Πωγωνίου και ιδιαίτερα στο αμιγές Βλαχοχώρι Κεφαλόβρυσο (Μετζιτιέ), όπου οι Βλάχοι από την Αλβανία είχαν συγγενείς, τους οποίους αναζήτησαν και «αξιοποίησαν» στο πλαίσιο των ατομικών ή οικογενειακών στρατηγικών που ανέπτυξαν στη συνέχεια, προκειμένου να αποκατασταθούν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς έμειναν στην αρχή για ένα μικρό διάστημα στο χωριό αυτό και στη συνέχεια εξακτινώθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα και κυρίως σε περιοχές όπου υπάρχουν Βλάχοι ( ΄Ηπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία). Είναι αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός ότι αρκετοί ηλικιωμένοι που διέθεταν κτηνοτροφική εμπειρία απασχολήθηκαν στα κοπάδια των Βλάχων της Πίνδου, ακολουθώντας τα και στα χειμαδιά. Η κοινή γλώσσα, το κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο αλλά και η συναισθηματική ταύτιση έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση μόνιμων δικτύων συνεργασίας και στην ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών από την Αλβανία στα ελληνικά Βλαχοχώρια.
Το ζήτημα της μετανάστευσης των Βλάχων της Αλβανίας προς την Ελλάδα θίγει και ο Γάλλος ανθρωπολόγος, ο οποίος έχει κάνει εντατική επιτόπια έρευνα στη Νότια Αλβανία και ιδιαίτερα στην περιοχή της Λιντζουριάς (Lunxhëri) Αργυροκάστρου, όπου είναι εγκατεστημένοι πολλοί Βλάχοι. Σε άρθρο του σχετικό με τη μετανάστευση από αυτή την περιοχή γράφει ότι οι Βλάχοι ήταν οι πρώτοι που έφυγαν μαζικά για την Ελλάδα. Αυτό συνέβη, διότι οι συνθήκες διαβίωσης γι’ αυτούς ήταν οι χειρότερες, καθώς στο παρελθόν γνώρισαν διακρίσεις σε βάρος τους και κυνηγήθηκαν από το καθεστώς αλλά και διότι είχαν διασυνδέσεις με δικούς τους ανθρώπους στην Ελλάδα, ακόμα και συγγενείς, όπως στο χωριό Κεφαλόβρυσο. Οι Βλάχοι έπαιξαν επίσης στην πρώτη φάση το ρόλο των οδηγών όσων ήθελαν να φύγουν για την Ελλάδα, καθώς γνώριζαν καλά τις διόδους στα σύνορα και διέθεταν δίκτυα σχέσεων στην Ελλάδα που ήταν χρήσιμα για την προώθηση των μεταναστών στο εσωτερικό της χώρας.9
Στο συμπέρασμα του παραπάνω άρθρου του o G. de Rapper δίνει τον τίτλο «New transnationalism?» και σημειώνει: «Η μετανάστευση και το άνοιγμα των συνόρων έχουν επιφέρει μια αλλαγή στην τοπική αντίληψη της ταυτότητας: η αντίθεση Αλβανός- ΄Ελληνας έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια πιο σύνθετη ‘bricolage’, που βασίζεται στη μνήμη του kurbet και σε μια πολιτισμική και γεωγραφική εγγύτητα, και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως σημάδι μιας νέας κατάστασης transnationalism ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Αλβανία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Λιντζουριώτες ανταποκρίνονται στην πρόκληση να έχουν πρόσβαση στην ελληνική αγορά εργασίας».10 ΄Ετσι θέτει το ζήτημα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης περί μετανάστευσης, συνόρων και ταυτότητας, τονίζοντας ότι οι εθνικές κατηγοριοποιήσεις συνεχίζουν να ισχύουν αλλά, προκειμένου να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στην καθημερινότητα των ανθρώπων σε σχέση με τις συμπεριφορές και τις στρατηγικές των μεταναστών, είναι απαραίτητο να παίρνουμε υπόψη και άλλες περισσότερο διφορούμενες και ρευστές κατηγορίες, όπως είναι οι εθνοτικές ταυτότητες. Δεν είναι, ωστόσο, εύκολο, καταλήγει, να πούμε σε πιο βαθμό αυτή η επάνοδος του εθνοτισμού οφείλεται στη διαμόρφωση ενός διεθνικού χώρου λόγω της μετανάστευσης, όπου ο ανταγωνισμός εκφράζεται με εθνοτικούς όρους, ή είναι μια αντίδραση στην εθνικιστική προπαγάνδα της κομμουνιστικής εποχής. Σ’ αυτό το θέμα θα επανέλθουμε.
Παρόμοιες αλλά και διαφορετικές διαστάσεις παρουσιάζει η περίπτωση της ελληνικής μειονότητας σε σχέση πάντοτε με τη μετανάστευση. Είναι γεγονός ότι η πτώση του αλβανικού καθεστώτος αντιμετωπίστηκε από αυτή την ομάδα περίπου σαν ανάσταση. Πρακτικά έδωσε το μήνυμα της επανένωσης με τον εθνικό κορμό, με τη «μητέρα πατρίδα». Γι’ αυτό και η έξοδος από τα χωριά της ελληνικής μειονότητας υπήρξε μαζική και έντονα συναισθηματικά φορτισμένη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε άρθρο μας, που προέκυψε από επιτόπια έρευνα σ’ ένα χωριό της Δρόπολης, το Μπουλιαράτι, τρία μόλις χρόνια μετά τη μεγάλη έξοδο, δώσαμε τον τίτλο «Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας: Μετάβαση ή καταστροφή;»11 Η έξοδος ήταν τόσο μαζική που δίνει το δικαίωμα να μιλάμε όχι απλά για μια δημογραφική αποψίλωση αλλά γα μια ερήμωση του τόπου.
Ως προς το ζήτημα της ένταξης των μελών της ελληνικής μειονότητας στην ελληνική κοινωνία και το γενικότερο θέμα της ταυτότητάς τους, κάνουμε μια σειρά διαπιστώσεων που έχουν σχέση με τον παρόντα προβληματισμό. Σημειώνουμε χαρακτηριστικά ότι «οι ‘Βορειοηπειρώτες’ τελικά καταλαμβάνουν μια τυπική ‘οριακή’ θέση μεταξύ δύο εθνικών ομάδων ή ακόμα δύο πολιτισμικών συστημάτων, τα οποία , αρκετά χαρακτηριστικά, τείνουν να γίνονται αντιληπτά με φυλετικούς όρους. Αυτή η οριακότητα ακριβώς τους εντάσσει, από μια ανθρωπολογική σκοπιά, σε μια ζώνη ανασφάλειας και επικινδυνότητας. Η διφορούμενη ταυτότητα συνιστά (εκτός των άλλων πραγμάτων που σημαίνει για τον ίδιο τον φορέα της) πρόκληση σε καθιερωμένα συστήματα κοινωνικής τάξης και σκέψης , θέτοντας ζητήματα συνόρων.»12
Στο πλαίσιο του διεθνικού χώρου που διαμορφώνεται από τη μετανάστευση οι ΄Ελληνες της Αλβανίας, τα «αδέλφια από τη Βόρειο ΄Ηπειρο», καταλαμβάνουν μια ιδιαίτερη θέση, που κάθε άλλο παρά ταύτιση με τους εθνικά αδελφούς σημαίνει. Το αντίθετο, φαίνεται να νοηματοδοτείται εκ νέου η κατηγορία «Βορειοηπειρώτης» και να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και από τις δύο πλευρές. ΄Ετσι ταξινομούνται εκ νέου σε μια νέα ιεράρχηση εθνοτικού τύπου, για να καταλάβουν στην ίδια την εθνική τους μητρόπολη μια πάλι οριακή θέση. Η ένταξή τους δηλαδή γίνεται με όρους που κάθε άλλο παρά τους οδηγεί σε μια ομαλή ενσωμάτωση. Ενώ στην αρχή η ελληνικότητα από μόνη της είναι αρκετή για μια συναισθηματική αποδοχή και υποδοχή, στη συνέχεια η εθνοτική κατηγοριοποίηση γίνεται κυρίαρχη. Η διαπίστωση ότι η εθνοτική ταυτότητα συνειδητοποιείται περισσότερο σε καταστάσεις αλληλεπίδρασης προσέλαβε στην περίπτωσή τους τραγική διάσταση, διότι σύντομα άρχισαν να αντιμετωπίζονται σαν κάτι διαφορετικό και κυρίως σαν ένα πρόβλημα. Αυτή η νέα περιχαράκωση είναι ίσως πιο σκληρή από αυτή που έζησαν στην Αλβανία, διότι εδώ τη βιώνουν στην ίδια την υποτιθέμενη πατρίδα τους. Η ζωή τους κινείται σ’ ένα μεταίχμιο, τουλάχιστον για μια μεταβατική περίοδο, όπως άλλωστε όλων των μεταναστών.
Παρόλα αυτά, οι «βορειοηπειρώτες» μετανάστες ως «ομογενείς» αποτελούν προνομιούχα από την άποψη των δικαιωμάτων κατηγορία , η σχέση τους με την κοινωνία υποδοχής είναι υπό συνεχή διαπραγμάτευση και η σχέση τους με τη χώρα προέλευσης αλλάζει, καθώς η θέση τους στην ελληνική κοινωνία ενισχύεται τόσο οικονομικά όσο και κοινωνικά. Στον διεθνικό χώρο ανάμεσα στις δύο χώρες κινούνται πια με μεγάλη άνεση και οι περισσότεροι συντηρούν τα σπίτια τους στα χωριά τους σαν δεύτερη κατοικία, μετακινούμενοι, ιδιαίτερα από τη περιοχή της Ηπείρου, με τη συχνότητα που το κάνουν και οι υπόλοιποι Ηπειρώτες που έχουν δεύτερη κατοικία στα χωριά τους. Εξοικειωμένοι και με τις δύο κοινωνίες, τόσο την ελληνική όσο και την αλβανική, είναι τυπικοί transnational migrants λειτουργώντας πολύπλευρα και στη σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες.
Με τα παιδιά της πρώτης γενιάς των μεταναστών η κατάσταση διαφοροποιείται. Η έλλειψη υποδομών για μια κοινωνικοποίηση που θα σέβεται την ιδιαίτερη καταγωγή τους και θα βοηθά παράλληλα στην ομαλή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία δημιουργεί μια ιδιάζουσα κατάσταση που χρήζει ιδιαίτερων μελετών. Προς το παρόν κρατάμε το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο διεθνικός χαρακτήρας της μετανάστευσης της πρώτης γενιάς, θέμα το οποίο απαιτεί περαιτέρω έρευνα.
Βιβλιογραφία
Appadurai A., «Global ethnoscapes: Notes and queries for a transnational Anthropology», στο R. Fox (ed.), Recapturing Anthropology: Working in the present, School of American Research Press, Santa Fe, New Mexico, 1991, σελ.191-210.
De Rapper G., «Better than Muslims, not as good as Greeks. Emigration as experienced and imagined by the Albanian Christians of Lunxhëri», R. King, N. Mai, t. Schwandner-Sievers (ed.), The new Albanian migration, Sussex Academic Press, Brighton-Portland, 2005, σελ. 173-194.
De Rapper G.,«Η Μετανάστευση και εθνοτικά σύνορα στη Νότια Αλβανία», Γεωγραφίες,5 (2003), σελ. 98-113.
Faist Th., The volume and dynamics of international migration and transnational social spaces, Oxford U.P., Oxford, 2000.
Kivisto P., «Theorizing transnational immigration: A critical review of current efforts», Ethnic and Racial Studies,24,5, σελ. 549-577.
Magliveras S., «Albanian immigrants and Arvanite hosts: Identities and relationships», Εισήγηση στο Συνέδριο New Perspectives on Albanian Migration and Development, Κορυτσά, 16-17 Σεπτεμβρίου 2004 ( οργάνωση: Πανεπιστήμιο του Sussex, Sussex Centre for Migration Research).
Portes Al., Guarnizo L.E., Landlot P., «The study of transnationalism: pitgalls and promise of an emergent research field», Ethnic and Racial Studies, 22,2 (1999), σελ. 217-237.
Schiller Gl., Basch L., Blanc S.C (eds), Towards a transnational perspective on migration:Race, class, ethnicity and nationalism reconsidered, The New York Academy of Sciences, New York, 1992.
No comments:
Post a Comment