Sunday, September 30, 2007

Τα ελληνικά είναι η δική μου γλώσσα.-Gazmend Kapllani

Gazmend Kapllani γράφει ελληνικά, ας γράφουν και οι Χειμαρρεοι την γλώσσα που μιλάνε!!!!


http://gazikapllani.blogspot.com/


Τρίτη, Σεπτέμβριος 11, 2007

«Όταν έρχονται οι εκλογές, νιώθω ξένος»

Ο τίτλος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», έτος 1953. Οι γυναίκες ψηφίζουν για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα. Μέχρι τότε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες θεωρούνταν αδιανόητο. Στη θέση των τότε γυναικών, βρίσκονται σήμερα τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα

«Αγαπητέ “Υπάρχουμε. Συνυπάρχουμε;”. Σας γράφω για κάτι που σας είναι ήδη πολύ γνωστό. Όταν κανείς δεν ακούει όμως, δεν μας μένει παρά η επανάληψη. Με λένε Φαντέλ. Οι γονείς μου γεννήθηκαν στην Αίγυπτο και μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Εγώ γεννήθηκα στην Αθήνα, πριν από δεκαεννέα χρόνια. Πήγα στο ελληνικό δημόσιο σχολείο. Τα ελληνικά είναι η δική μου γλώσσα. Στους άγνωστους ανθρώπους που μαθαίνουν την καταγωγή μου και μου λένε, για κομπλιμέντο, ότι μιλώ άριστα τα ελληνικά τούς απαντάω: «Και σεις το ίδιο!». Εκείνοι παραξενεύονται. Παραξενεύομαι όμως διπλά εγώ που υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι η ελληνική γλώσσα είναι δική μου όσο και δική τους. Το ίδιο συμβαίνει νομίζω και με τις χώρες. Η Αίγυπτος είναι πλέον η χώρα των γονέων μου. Μου αρέσει κάθε φορά που πηγαίνω αλλά νιώθω σαν επισκέπτης σε μουσείο. Η πραγματική μας χώρα είναι αυτή στην οποία γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε, ερωτευόμαστε και πονάμε, η χώρα όπου κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Επομένως, η χώρα μου είναι η Ελλάδα.
Αν όλα ήταν λογικά, θα έπρεπε να θεωρήσω τον εαυτό μου Έλληνα πολίτη. Να όμως που δεν είναι λογικά. Μέχρι τα δεκαοκτώ μου είχα την ψευδαίσθηση ότι ανήκα εδώ για όλους τους λόγους που σας είπα. Όταν πήγα στον δήμο όμως και ρώτησα τους υπαλλήλους εάν δικαιούμαι την ελληνική υπηκοότητα, επειδή έχω γεννηθεί στην Ελλάδα, εκείνοι γέλασαν. Λες και τους ρώτησα εάν δικαιούμαι να έχω τέσσερα πόδια, τρία κεφάλια και οκτώ χέρια. Έτσι έμαθα ότι με θεωρούν σαν να ήρθα μόλις χθες. Έμαθα ότι πρέπει να βγάλω άδεια παραμονής με τους ίδιους δύσκολους όρους που έβγαλαν και οι γονείς μου. Εκείνη την ημέρα, όταν γύρισα στο σπίτι και έμεινα μόνος με τον εαυτό μου, κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και ξέσπασα σε λυγμούς. Σκέφτηκα ότι ζω σε μια χώρα όπου δεν με θέλουν ή με θέλουν για πάντα ξένο. Ένιωσα ότι δεν ανήκω πουθενά...
Θα με ρωτήσετε γιατί σας τα λέω όλα αυτά παραμονές εκλογών; Τις προάλλες συνέβη κάτι που με πείραξε ξανά. Ήμουν με την παρέα μου και συζητούσαμε για διάφορα, σοβαρά και αστεία, τα περισσότερα αστεία, όταν κάποιος ανέφερε το βίντεο της Έφης Σαρρή. Κάποια στιγμή ο φίλος μου ο Βαγγέλης είπε: “Έλα μωρέ, εγώ θα ψηφίσω Σαρρή για χαβαλέ”. Οι φίλοι μου ψηφίζουν φέτος για πρώτη φορά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά θύμωσα πάρα πολύ. Άρχισα να βγάζω λόγους, κινδύνεψα να γίνω γελοίος, λέγοντας πως δεν πρέπει να θεωρήσουμε την ψήφο μας χαβαλέ και διάφορα τέτοια. Οι φίλοι μου με παρακολουθούσαν με γουρλωμένα μάτια. Σπάνια συζητάμε εμείς για πολιτικά. Με ρώτησαν τότε τι θα ψηφίσω και εκεί έμαθαν ότι εγώ δεν ψηφίζω. Στην αρχή νόμισαν ότι κάνω πλάκα. Μετά γούρλωσαν ακόμα περισσότερα τα μάτια. Ήμαστε μαζί από το Γυμνάσιο. Εκείνοι δεν με βλέπουν ως ξένο. Είμαι ξένος όμως...
Σκέφτομαι ότι υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται ή βαριούνται να ψηφίζουν. Και άλλοι που ψηφίζουν για χαβαλέ. Εγώ ζηλεύω το δικαίωμά τους να ψηφίζουν. Σκέφτομαι ότι κάθε φορά που θα έρχονται οι εκλογές θα νιώθω ξένος. Και είναι πολλά τα παιδιά σαν και μένα. Οι εκλογές είναι ίσως η μέρα που μας θυμίζει περισσότερο ότι είμαστε ξένοι, ότι δεν ανήκουμε πουθενά. Και αυτό το πράγμα πονάει, σαν δάγκωμα άγριου σκύλου...

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία

3 comments:

Anonymous said...

Απόρρητους λόγους τάξης και ασφάλειας επικαλείται το ελληνικό κράτος για να απελάσει τον Γκ. Καπλάνι


Απειλώντας μετανάστες με άποψη





"Στην Ευρώπη οι μετανάστες προορίζονται για Μέτοικοι και Είλωτες"
(Γκαζμέντ Καπλάνι, «ΤΑ ΝΕΑ», 21/4/2003)





ΤΟ 1991 ΕΡΧΕΤΑΙ στην Ελλάδα από την πόλη της Αλβανίας Λούσνιε ο 18χρονος (τότε) Γκαζμέντ Καπλάνι αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Η πατρίδα του έχει ουσιαστικά καταρρεύσει. Εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα φιλοσοφίας-παιδαγωγικής και ψυχολογίας) και αποκτά άδεια παραμονής λόγω σπουδών, η οποία ανανεώνεται κάθε χρόνο. Παρά τις ευνόητες δυσκολίες που συναντά, η φοίτησή του ολοκληρώνεται με αξιοσημείωτη επιτυχία το 1997. Το 1998 παρακολουθεί το μεταπτυχιακό σεμινάριο για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και εισηγείται θέματα για το ρατσιστικό φαινόμενο στο διαδημοτικό Κ.Ε.Κ "Ηριδανός".

Την ίδια χρονιά κρίνεται υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου και σήμερα ολοκληρώνει τη διατριβή του "Νεοτερικότητα και Ετερότητα - Η εικόνα του Αλβανών στον ελληνικό Τύπο και των Ελλήνων στον αλβανικό". Παράλληλα θα εργαστεί με σύμβαση έργου στο ραδιόφωνο της ΕΡΑ σε εκπομπές για τους μετανάστες και στη ΝΕΤ 105,8 θα επιμελείται την εκπομπή "Υπάρχουμε και συνυπάρχουμε", κάθε Τρίτη βράδυ. Από το 2002 αρθρογραφεί τακτικά στα "ΝΕΑ" με εξαιρετική επιτυχία, όπως και στη μεγαλύτερη Αλβανική εφημερίδα Κόχα Γιόνε και σε αγγλόφωνες εκδόσεις (Index on Censorship, IWPR's). Κατά καιρούς εκδίδει ποιητικές συλλογές στη μητρική του γλώσσα και στα ελληνικά, ενώ ταξιδεύει για επιστημονικούς και δημοσιογραφικούς λόγους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο κ. Καπλάνι από το 1991 διαμένει σταθερά στην Καλλιθέα σε διεύθυνση γνωστή στις ελληνικές αρχές, είναι πλέον ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, διαθέτει ΑΦΜ και Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, υποβάλλοντας κάθε χρόνο και τις φορολογικές του δηλώσεις. Από τον Σεπτέμβριο του 2001 είναι υπότροφος του ελληνικού κράτους για την εκπόνηση της διδακτορικής του εργασίας στο Πάντειο. Κάθε χρόνο ο κ. Καπλάνι φροντίζει να ανανεώνει την άδεια παραμονής του, προσαρμοζόμενος στις εκάστοτε διοικητικές αλλαγές και τα όποια καψώνια επιφυλάσσει το ελληνικό σύστημα στο σύνολο των μεταναστών -και για τα οποία έχει γράψει ένα μοναδικό κείμενο με τίτλο "Πέρασα το μισό 2002 στην ουρά" ("ΝΕΑ", 30.12.2002).

Η ζωή του είναι αναμφίβολα δημιουργική, διάφανη και νόμιμη, όσο ελάχιτων συμπατριωτών μας. Αν όμως τούτο συνδυαστεί με τη δημόσια κοινωνική του δραστηριότητα, ως προέδρου του Φόρουμ Αλβανών Μεταναστών και πασίγνωστου ακτιβιστή κατά του ρατσισμού και του εθνικισμού, φαίνεται ότι η ζωή του κ. Καπλάνι γίνεται "ύποπτη"!

Εδώ είναι Βαλκάνια

Στις 26.2.2002 -τηρώντας ευλαβικά τις προθεσμίες του νόμου- ο κ. Καπλάνι κατέθεσε την αίτησή του (Α.Π. 669) στο Δήμο Καλλιθέας με ό,τι δικαιολογητικό έγγραφο απαιτεί ο νόμος. Οι μήνες κυλούσαν, η άδεια παραμονής όμως δεν έβγαινε. Το αρμόδιο τμήμα αλλοδαπών και μετανάστευσης της Περιφέρειας Αττικής του έλεγε ότι ...απλώς καθυστερεί η απάντηση της Αστυνομίας. Εθισμένος -όπως και όλοι μας- στην παραφροσύνη της γραφειοκρατίας, ο Γκαζμέντ Καπλάνι συνέχισε τη ζωή του, έστω και αν, χωρίς να είναι υπεύθυνος ο ίδιος, έπρεπε να κινηθεί στα όρια της "νομιμότητας", να αποφεύγει τα αστυνομικά μπλόκα, τα ταξίδια στο εξωτερικό κ.ο.κ. Ο νους του δεν πήγαινε στα καφκικά που θα ακολουθούσαν.

Ενα χρόνο μετά την υποβολή της αίτησής του έρχεται η "Απόρριψη του αιτήματος για ανανέωση άδειας παραμονής λόγω σπουδών" (Φ 117408/25603/27.2.2003), επειδή από το έγγραφο του Τμήματος Αλλοδαπών Αθηνών (605323/13.2.03) -που δεν επιτρέπεται να διαβάσει κανείς- "προκύπτει ότι εις βάρος του υφίστανται λόγοι που άπτονται της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας". Αυτομάτως τα προσωπικά δεδομένα του κ. Καπλάνι καταχωρίζονται στη λίστα ανεπιθυμήτων αλλοδαπών και απ' εκεί κατ' ευθείαν στο σύστημα πληροφοριών SIS της "συνθήκης Σένγκεν" και σε όλα τα ανάλογα διεθνή φακελώματα. Με λίγα λόγια, από τη μια στιγμή στην άλλη, ο κ. Καπλάνι μετατρέπεται σε διεθνώς "ύποπτο πρόσωπο", κάτι μεταξύ Μπιν Λάντεν και στελέχους του "οργανωμένου εγκλήματος", χωρίς ποτέ να μάθει τα "έγκλήματά" του.

Ο Συνήγορος του Πολίτη σηκώνει τα χέρια, θυμίζοντάς μας ότι "από την αρχή είχαμε διαπιστώσει την αντισυνταγματικότητα των σχετικών διατάξεων που έδιναν την ευκαιρία στις αστυνομικές αρχές επικαλούμενες αόριστους λόγους τάξεως και εθνικής ασφάλειας να αυθαιρετούν σε βάρος αλλοδαπών". Το μόνο που μένει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η άμεση κατάθεση αίτησης αναστολής και ακυρώσεως κατά της απόφασης της Νομαρχίας και της Αστυνομίας στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, το οποίο είναι το μόνο που μπορεί να άρει το απόρρητο του φακέλου του "επικινδύνου για την τάξη και την ασφάλεια" και να αποφασίσει αν τα λαγωνικά των διωκτικών μηχανισμών έχουν ή όχι δίκιο.

Πριν προσφύγει στη Δικαιοσύνη ο κ. Καπλάνι, ακολουθώντας τις συμβουλές φίλων του (βουλευτών, δημοσιογράφων και άλλων που αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι "συμβαίνουν τέτοια πράγματα στη σύγχρονη Ελλάδα") ζήτησε να συναντήσει τον Γ.Γ. του υπουργείου Δημόσιας Τάξης Δ. Ευσταθιάδη, για να λυθεί η ...παρεξήγηση. Πράγματι στις 11.3, και ενώ κυκλοφορούσαν ή διοχετεύονταν οι γνωστές σε τέτοιες περιπτώσεις φήμες για τον "ύποπτο ρόλο του Καπλάνι", ο κ. Ευσταθιάδης του υποσχέθηκε ότι το πολύ σε τρεις μέρες θα τον καλέσει για να διαλευκανθεί η υπόθεση.

Αντ' αυτού, τα ξημερώματα του Σαββάτου 15.3 ένα αστυνομικό απόσπασμα εισέβαλε -χωρίς ένταλμα- στο σπίτι της Καλλιθέας του κ. Καπλάνι και τον οδήγησε στην Κρατική Ασφάλεια για δακτυλοσκόπηση και φωτογραφίες. Εκεί του επιδείχτηκε με χαιρεκακία μια δίμηνη καταδίκη του (ερήμην) για το τρομερό αδίκημα της κυκλοφορίας με ανασφάλιστο "παπί" πριν κάμποσα χρόνια. Το απόγευμα οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη, εξήγησε ότι ουδέποτε έλαβε κλήση για εξόφληση προστίμου ή για οποιοδήποτε δικαστήριο -ενώ διαμένει σταθερά στην ίδια (και πασίγνωστη στις αρχές) διεύθυνση- και υποχρεώθηκε να πληρώσει 1.500 ευρώ, δίχως καν να του δώσουν τη σχετική απόδειξη.

Το στερεότυπο του Αλβανού

Είναι ολοφάνερο ότι δεν ήταν η παράβαση του Κ.Ο.Κ ο λόγος που οδηγεί σε απέλαση και συνακόλουθα στον διεθνή διασυρμό και την προσωπική καταστροφή τον Γαζμέντ Καπλάνι. Οι αιτίες αυτού του σκηνικού που στήθηκε σε βάρος του βρίσκονται αναμφίβολα αλλού. Βρίσκονται σε ό,τι αντιπροσωπεύει ο κ. Καπλάνι: Είναι διανοούμενος, είναι πολιτικοποιημένος, είναι πετυχημένος στα πράγματα που διάλεξε να κάνει στη ζωή του, γράφει και λέει τις απόψεις του χωρίς να φοβάται κανένα, και όμως είναι ...ένας Αλβανός. Και στη χώρα μας, ιδίως μέσα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, το στερεοτύπο του Αλβανού είναι το ακριβώς αντίθετο: Να δουλεύει χωρίς δικαιώματα όσο τον θέλουμε, να τρώει αδιαμαρτύρητα σφαλιάρες και συνάμα να συνιστά κατά καιρούς "εθνικό κίνδυνο" (Ουτσεκάδες, εγκληματικότητα, αλλοίωση της φυλής μας κ.λπ.).

Σε ανύποπτο χρόνο στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για το μεταναστευτικό νόμο, στις 13.3.2001, ένας από τους "υπερπατριώτες" βουλευτές, ο Ευγένιος Χαϊτίδης είχε ήδη πλάσει το επικίνδυνο "για την Δημόσια Τάξη και την Εθνική Ασφάλεια" προφίλ του κ. Καπλάνι πολύ πριν το Τμήμα Αλλοδαπών τον τυλίξει σε μια κόλλα απόρρητου χαρτιού. "Ενας Αλβανός δημοσιογράφος που διαμένει στην Ελλάδα, κάποιος Καπλάνι, ο οποίος εμφανίστηκε παρακαλώ και ήταν και στον τίτλο της οθόνης (σ.σ. σε εκπομπή του Θεοδωράκη στη ΝΕΤ), ότι είναι εκπρόσωπος των Αλβανών στην Ελλάδα, ο οποίος είπε τα εξής απίστευτα: Οι μετανάστες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Το μέλλον της Ευρώπης είναι πολυπολιτισμικό. Η ομοιογένεια των κρατών που ξέραμε δεν ισχύει πλέον".

Κάτι μας λέει ότι το απόρρητο έγγραφο της Αστυνομίας θα κινείται στο ίδιο πνεύμα με τις ιδέες του εθνικόφρονα βουλευτή.




Ενεργή συμπαράσταση

Ως πανεπιστημιακός δάσκαλος (και πρόεδρος ενός τμήματος που έχει θέσει στους στόχους του προγράμματος σπουδών του, "την πειθαρχημένη σύγκρουση με τις προλήψεις, τις συλλογικές ιδεοληψίες, τα στερεότυπα του αυτοθαυμασμού και της μισαλλοδοξίας προς κάθε εθνο-θρησκευτικό μειονοτικό"), νιώθω την ακαδημαϊκή ευθύνη να υπερασπιστώ δημόσια το δικαίωμα του υποψηφίου διδάκτορα του τμήματός μας, πτυχιούχου της Φιλοσοφικής Αθηνών και Αλβανού πολίτη Γκαζμέντ Καπλάνι, να συνεχίσει ακώλυτα την επιστημονική του έρευνα στη χώρα μας -που τι ειρωνεία, έχει ως θέμα ακριβώς την Πρόσληψη του Αλλου στις δύο γειτονικές μας χώρες!

Το δικαίωμα του Γκαζμέντ Καπλάνι να προχωρήσει του το αρνούνται οι υπηρεσίες του υπουργείου Δημόσιας Τάξης χωρίς κανένα αποχρώντα λόγο, χωρίς την προβολή γραπτά κάποιας "τυπικής αιτιολόγησης". Του αρνούνται αυθαίρετα, μη ανανεώνοντας την άδεια παραμονής του και μη απαντώντας -όπως έχουν ρητή υποχρώση- στην αίτησή του.

Είναι πολιτικά και ηθικά απαράδεκτο το 2003, στην προεδρεύουσα της Ερωπαϊκής Ενωσης χώρα, να υπάρχουν κέντρα εξουσίας τα οποία αρνούνται να εφαρμόσουν τους νόμους, καταπατώντας τα αναφαίρετα ατομικά δικαιώματα ενός ανθρώπου.

Το θέμα προφανώς και δεν είναι μόνο προσωπικό, αφορά δυστυχώς παγιωμένες αντιδημοκρατικές νοοτροπίες, αντιλήψεις, πρακτικές. Αν σ' ένα γνωστότατο μέλος της αλβανικής κοινότητας που ζει και εργάζεται νόμιμα στη χώρα μας -ο Γκαζμέντ Καπλάνι εκτός από υποψήφιος διδάκτορας, είναι δημοσιογράφος με εκπομπή στην κρατική ραδιοφωνία και αρθρογραφία στα "ΝΕΑ", ποιητής μα και ενεργός πολίτης με αισθητή παρουσία στην κοινωνική και πολιτική ζωή τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό- μπορεί να συμβεί τέτοια αυθαιρεσία, το εύλογο συμπέρασμα-μήνυμα προς όλους τους άλλους μετανάστες είναι σαφέστατο.

Απέναντι στην κρατική αυτή αυθαιρεσία, ως Πανεπιστημιακό Τμήμα, ως ακαδημαϊκή κοινότητα -διδασκόντων, διδασκομένων- θα παράσχουμε στο μέλος μας Γκαζμέντ Καπλάνι, κάθε ενεργή συμπαράσταση και βοήθεια στη νόμιμη διεκδίκησή του να του ανανεωθεί αμέσως η άδεια παραμονής.

Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα χρειαστεί να υπερασπιστούμε στο πρόσωπό του στην πράξη τις Διακηρύξεις των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει προσυπογράψει η χώρα μας, ούτε την ουσία της έννοιας Πανεπιστημιακό Ασυλο.



Αλκης Ρήγος
(Αν. Καθηγητής, Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου)


"Να παρέμβει ο Χρυσοχοΐδης"

Η ΑΕΚΑ (Ανανεωτική Εκσυγχρονιστική Κίνηση της Αριστεράς), της οποίας είναι μέλος ο κ. Καπλάνι, διαμαρτύρεται για την υπόθεση υπογραμμίζοντας ότι "Για το σοβαρό αυτό θέμα το υπουργείο Δημόσια Τάξης οφείλει αμέσως να γνωστοποιήσει τις συγκεκριμένες αιτιάσεις καθώς δημιουργείται ευρύτερος κίνδυνος αυθαιρεσιών σχετικά με τα κριτήρια 'επικινδυνότητας' των μεταναστών
στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση ζητάμε την άμεση ακύρωση του εγγράφου και την ανανέωση της άδειας παραμονής του κ. Καπλάνι. Εκφράζουμε την ελπίδα ότι ο υπουργός κ. Χρυσοχοΐδης θα παρέμβει προσωπικά".




(Ελευθεροτυπία, 3/5/2003)

Anonymous said...

Gazi


Χτες το βραδάκι, δεν με χωρούσε το κρεβάτι μου γιατί μου έλειπε η αγάπη μου. Δεν με χωρούσε κι ο ντουνιάς, αφού εσύ δεν μ’ αγαπάς. Φόρεσα το τιρκουάζ λινό μεταξωτό σατέν κοστούμι μου, μπήκα σ’ ένα βαγόνι του μετρό κι είπα στον οδηγό να με πάει όπου ήθελε αυτός.

Το βαγόνι ήταν γεμάτο από Αεκτζήδες που πήγαιναν στο Ολυμπιακό Στάδιο, να παρακολουθήσουν τον αγώνα της ΑΕΚ για το Τσάμπιονς Λιγκ. Ανάμεσα τους ήταν μια χανούμισσα που είχε πάρει κατευθείαν την πρόκριση για τον τελικό. Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, μακριά μαύρα μαλλιά. Είχε στήθος -όπως είχαν κάποτε οι γυναίκες- και όχι βυζάκια. Μου αρέσουν οι Αεκτζούδες γιατί μου θυμίζουν τις Παοκτζούδες. Βέβαια κι οι Παοκτζούδες μου θυμίζουν τις Ναπολιτάνες που μου θυμίζουν…ας μην συνεχίσω άλλο, γιατί θα φτάσω στις Εσκιμώες.

Στο σταθμό του Πανεπιστημίου είπα στον οδηγό να κάνει δεξιά – τον πλήρωσα και κατέβηκα. Σκέφτηκα να πάω μια βόλτα στο Γαλλικό Ινστιτούτο για να θυμηθώ τα παλιά – πριν δυο χρόνια, το καλοκαίρι ανάμεσα στην πρώτη και στη δευτέρα του δημοτικού, έκανα οκτώ χρονιές γαλλικών σε δυο μήνες.

Ανέβηκα την οδό Μασσαλίας και θυμήθηκα πως κάπου εκεί μας είχαν στριμώξει τα ΜΑΤ σε κάτι φοιτητικές εκλογές – το καλοκαίρι ανάμεσα στην πρώτη και στη δευτέρα πήγα και στο Πανεπιστήμιο. Είχαμε φάει πολύ ξύλο εκείνο το βράδυ. Ξαφνικά ένιωσα να ζω τις ίδιες στιγμές και γεμάτος αγωνία άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου και μπήκα μέσα.

Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και βρέθηκα μπροστά στον Χρήστο Χωμενίδη. Κάπνιζε και υπέγραφε αυτόγραφα στις θαυμάστριες που τον είχαν περικυκλώσει. «Τι είναι εδώ;» ρώτησα μια ξανθιά με δυο πράσινα μάτια και μπλε βλεφαρίδες . «Η Ελληνοαμερικανική Ένωση» μου απάντησε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει, «γίνεται η παρουσίαση του βιβλίου του Καπλάνι».

Το καλοκαίρι διάβασα το βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων», οπότε είπα να μπω να ακούσω τι θα πούνε οι ομιλητές, για να δω αν το είχα καταλάβει καλά. Το θέατρο ήταν γεμάτο. Πήγα στην πρώτη σειρά, σήκωσα μια έγκυο 75 ετών κι έκατσα.

Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο κ. Τάκης Καμπύλης. Ήταν συγκλονιστικός στο ρόλο του και δεν θα αναφερθώ περαιτέρω για να μην αδικήσω τους υπόλοιπους. Πάντως, διάβασε αποσπάσματα από το πρώτο και το τελευταίο άρθρο του Γκαζμέντ Καπλάνι στα «ΝΕΑ». Τα διάβασε με τόσο μοναδικό τρόπο που μου έφερε στο μυαλό τον αείμνηστο Μάνο Κατράκη – μπορούσες να νιώσεις την ανατριχίλα των ακροατών στην αίθουσα.

Στη συνέχεια, το λόγο πήρε η κ. Κατερίνα Σχινά – δημοσιογράφος και κριτικός. Γλυκιά και συμπαθής κυρία, μόνο που τα διάβαζε από μέσα. Είπε πως ο Γκαζμέντ Καπλάνι ήρθε στην Ελλάδα και δεν θέλησε να γίνει Έλληνας αλλά ούτε να μείνει Αλβανός – θέλησε να ενταχθεί. Είπε επίσης πως «για κάθε συγγραφέα πατρίδα είναι η γλώσσα» - πατρίδα του συγκεκριμένου συγγραφέα είναι η καρδιά αλλά ας μην το κάνω θέμα.

Η κ. Σχινά είχε γράψει ένα κατεβατό και το διάβασε όλο. Ήταν γραμμένο δε με έναν τρόπο πολύ του …Συνασπισμού. Κοιτούσα τους Αλβανούς και τους Αφρικανούς που βρίσκονταν στην αίθουσα και σκεφτόμουν πως δεν θα καταλάβαιναν Χριστό απ’ όσα έλεγε.

Μίλησε για την κατάκτηση της γλώσσας από αλλοδαπούς ανά τον κόσμο κι έκανε αναφορά στον Κούντερα και τον Καρνέζη που έγραψαν στα γαλλικά και στα αγγλικά αντίστοιχα. Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως οι άνθρωποι εκφράζονται πάντα καλύτερα στη μητρική τους γλώσσα και νομίζω πως ο Κούντερα από τον καιρό που άρχισε να γράφει στα γαλλικά πήρε την κάτω βόλτα. Καλύτερα να γράφει κάποιος στην γλώσσα του και να αφήνει μετά το έργο του στα χέρια ενός καλού μεταφραστή – μπορεί και να κάνω λάθος.

Η κ. Σχινά τελείωσε την ομιλία της με μια αναφορά στον Μανουέλ Μπράβο, έναν πολιτικό μετανάστη από την Αγκόλα που αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει σε κέντρο κράτησης λαθρομεταναστών στη Βρετανία, προκειμένου να παραμείνει ο γιος του στη χώρα, να αποκτήσει την βρετανική υπηκοότητα και να μην αναγκαστεί να επιστρέψει στην Αγκόλα όπου κινδύνευε η ζωή του. Τα σχόλια γι’ αυτήν την είδηση είναι περιττά.

Το λόγο πήρε ο κ. Παντελής Καψής ο οποίος μιλάει μια γλώσσα κατανοητή σε όλους – αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που δεν έκανε μεγάλη καριέρα στην τηλεόραση. Είπε πως μόνο απελπισμένοι άνθρωποι ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να καθαρίζουν τουαλέτες. Εγώ βλέπω μια απελπισία και σ’ αυτούς στους οποίους ανήκουν οι τουαλέτες αλλά πάλι δεν ήταν αυτό το θέμα.

Ο κ. Καψής θυμήθηκε τις αντιδράσεις που υπήρξαν πριν τέσσερα χρόνια, όταν τα «ΝΕΑ» αποφάσισαν να δώσουν μια στήλη σε έναν Αλβανό δημοσιογράφο – στην πορεία οι αντιδράσεις κόπασαν και η εφημερίδα κέρδισε το στοίχημα. Είπε ακόμα πως έτσι ο Γκαζμέντ Καπλάνι είναι ο πρώτος Αλβανός που εκδίδει ένα βιβλίο γραμμένο στα ελληνικά. Για μια στιγμή νόμισα πως θα μας πει και τις πωλήσεις της εφημερίδας αλλά το έσωσε.

Συνέχισε αναφερόμενος στο γεγονός πως δεν ανεχόμαστε το διαφορετικό και μοιραία φτάνουμε στον ρατσισμό. Πως δεν έχουμε πρόβλημα με έναν συγκεκριμένο Αλβανό αλλά όταν τους αντιμετωπίζουμε σαν ομάδα γινόμαστε απάνθρωποι. Ούτε οι Παοκτζήδες έχουν πρόβλημα όταν βλέπουν έναν γαύρο, αλλά όταν τους βλέπουν μαζεμένους τους πιάνουν τα διαόλια τους και τους ανοίγουν τα κεφάλια.

Τέλος πάντων διαφωνώ με αυτήν την προσέγγιση του ρατσισμού και πιστεύω πως το θέμα είναι ταξικό και μόνο. Περιέργως, κανείς από τους ομιλητές δεν έκανε ούτε έναν υπαινιγμό πως μπορεί το θέμα να είναι ταξικό. Λογικό είναι αυτό, γιατί αν το θέσεις σ’ αυτή τη βάση, θα κληθείς και να το λύσεις, ενώ αλλιώς ο καθένας πουλάει τσάμπα ευαισθησία και ρίχνει το φταίξιμο στους άλλους που είναι ρατσιστές και συνεχίζεται έτσι μια κουβέντα που ξεπερνάει σε βαρεμάρα και έλλειψη ουσίας ακόμα και αυτήν για το Ολοκαύτωμα. Πάντως δεν βλέπω τους πλούσιους Αλβανούς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα – οι φτωχοί Έλληνες, Αλβανοί και Πακιστανοί το έχουν.

Ο κ. Καψής είπε αυτήν την ωραία ιστορία με μια γυναίκα που πήγε στο μαυσωλείο του Χότζα κι επειδή της έφυγε μια πορδή βρέθηκε εξόριστη. Νομίζω πως ο κ. Καμπύλης σοκαρίστηκε στο άκουσμα της λέξης «πορδή», αλλά παρ’ όλ’ αυτά διατήρησε την ψυχραιμία του.

Είπε ακόμα πως όλη η ζωή των μεταναστών συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «δουλειά – έρωτας – άδεια παραμονής» και συνέχισε λέγοντας πως τα παιδιά των Αλβανών που γεννιούνται στην Ελλάδα δεν θεωρούνται Έλληνες και πως θα πρέπει επιτέλους να γίνει κάτι μ’ αυτό. Καλύτερα που δεν θεωρούνται Έλληνες – μπορεί να γλιτώσουν.

Ο κ. Καψής έκλεισε υπογραμμίζοντας την παρουσία του Κώστα Λαλιώτη στο θέατρο και θυμίζοντας πως δική του ιδέα (του Λαλιώτη) ήταν να προτείνει στον Καπλάνι να γράψει αυτό το βιβλίο. Οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να σκίζουν τα ρούχα τους και να πετάνε τον Λαλιώτη ψηλά, πανηγυρίζοντας την ιστορική συνεύρεση. Παρατήρησα πως ακριβώς πίσω από τον Κώστα Λαλιώτη καθόταν ο Νίκος Μπίστης. Ποτέ ένα κακό δεν έρχεται μόνο του – έρχονται πάντα μαζεμένα.

Στο σημείο αυτό θέλω να σας ενημερώσω πως η συλλογή με τα σονέτα που ετοιμάζω δεν ήταν δική μου ιδέα – τα γράφω μετά από τις έντονες προτροπές του Άκη Τσοχατζόπουλου και της Φάνης Πάλλη Πετραλιά. Ευχαριστώ.

Όταν έφτασε η σειρά του Χρήστου Χωμενίδη, σκέφτηκα να φύγω αλλά το μετάνιωσα, γιατί αν σπάσει ο διάολος το ποδάρι του καμιά μέρα και γνωριστούμε μπορεί να θυμάται πως έφυγα και να μου κρατάει μούτρα. Να είναι καλά ο άνθρωπος πάντως, γιατί μέχρι να πάρει το λόγο είχα ξεχάσει πως μιλάμε για λογοτεχνικό βιβλίο – ήταν σαν να βρισκόσουν σε φόρουμ για τα προβλήματα των μεταναστών.

Ξεκίνησε την ομιλία του λέγοντας ότι το πρόβλημά του ήταν πως δεν μπορούσε να σταματήσει να διαβάζει το βιβλίο – το ρούφηξε. Βέβαια, περπατούσε αφηρημένος με το βιβλίο στα χέρια κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα – βγαίνοντας από το μετρό – να σκοντάψει πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα κολωνάκια που είχε κοτσάρει παντού ο Αβραμόπουλος, να χτυπήσει πολύ άσχημα και να μεταφερθεί στο Παίδων. Εκεί τελείωσε την ανάγνωση τού βιβλίου και, καθώς το έκλεινε, του τηλεφώνησε ο Γεράσιμος Γιακουμάτος και του είπε να γράψει ένα βιβλίο για το ταντρικό σεξ.

Ο κ. Χωμενίδης είπε πως το βιβλίο του Καπλάνι είναι ένα μυθιστόρημα, και όχι μόνο μια μαρτυρία, γιατί ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να αναπλάθει εξαιρετικά τα βιώματά του. Βρήκε κοινά σημεία ανάμεσα στο βιβλίο του Καπλάνι και στο Διπλό βιβλίο του Χατζή (πολύ αγαπημένο μου βιβλίο) και εκλεκτικές συγγένειες ενός από τους ήρωες του βιβλίου με τον Χάκλμπερι Φιν – δεν το συζητώ πως ο Χάκλμπερι Φιν είναι ο πιο αγαπημένος μου ήρωας.

Πράγματι, το «παιδί του σεξ» κοιμίζει με βάλιουμ τους γονείς του για να μπορεί να βλέπει με την άνεσή του τις πορνοταινίες των ξένων τηλεοπτικών σταθμών. Αλήθεια ή εύρημα του συγγραφέα, η σκανδαλιά είναι οπωσδήποτε επιπέδου Χάκλμπερι Φιν. Γέλασα πολύ με αυτό το βιβλίο και κανείς δεν είχε επισημάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή πως ο Καπλάνι διαθέτει εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ στη γραφή του.

Ο Χωμενίδης ήταν απολαυστικός – αν δεν παινέσεις τη διπλανή σελίδα σου θα πέσει να σε πλακώσει – και σκεφτόμουν πως αν είχα ραδιοφωνικό σταθμό, θα του έδινα μια καθημερινή εκπομπή, έτσι για να κάθομαι να τον ακούω και να γουστάρω. Είπε την απάντηση του Τζιμάκου στο «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ - Αλβανέ» - «Δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ οπαδέ – οπαδέ» - και επισήμανε την απέχθεια του Καπλάνι για τους «προοδευτικούς» που χαϊδεύουν τα αυτιά των μεταναστών αρκεί να παραμένουν παρίες. Τους σιχαίνεται εξίσου με τους ρατσιστές – εγώ αυτούς τους σιχαίνομαι πιο πολύ από τους ρατσιστές.

Θυμήθηκε ακόμα την πρώτη του γνωριμία με τον Καπλάνι με τον οποίο είναι σχεδόν συνομήλικοι. Οι δυο άντρες ήταν φαντάροι την ίδια περίοδο. Ο Χωμενίδης στην ελληνική πλευρά των συνόρων και ο Καπλάνι στην αλβανική. Ένα βράδυ τον Καπλάνι τον έπιασε κόψιμο και είχε ξεμείνει από χαρτί υγείας. Ο Χωμενίδης με κίνδυνο της ζωής του διέσχισε ένα ναρκοπέδιο και του έδωσε έξι κούτες καπιταλιστικά κωλόχαρτα πρώτης ποιότητας. Ο Καπλάνι δεν ξέχασε ποτέ αυτήν την πράξη αυτοθυσίας του Χωμενίδη - που απέδειξε έμπρακτα τον διεθνισμό του -, και έτσι ξεκίνησε αυτή η μεγάλη φιλία των δυο αντρών που σφυρηλατήθηκε στα σκυλάδικα της εθνικής οδού και κορυφώθηκε με επισκέψεις σε μπουζουξίδικα και στριπτιζάδικα της Αθήνας. Ευτυχώς έχουν και οι δυο χιούμορ και δεν θα πάρουν ανάποδες με τις σαχλαμάρες που γράφω.

Τον λόγο πήρε ο κ. Γιάννης Γιαννουλόπουλος που είναι ιστορικός και καθίστε καλά. Ο κ. Γιαννουλόπουλος έκανε εννιά σχόλια, το ένα καλύτερο από το άλλο. Αναφέρθηκε στη λογοτεχνία των μεταναστών και αναρωτήθηκε γιατί δεν έχουμε περισσότερες καταθέσεις μαρτυριών από τους Αλβανούς μετανάστες ή έστω μεταφορά των μαρτυριών τους από Έλληνες συγγραφείς. Έδωσε μόνος του την απάντηση παραπέμποντας σε μια φράση του Γκαζμέντ Καπλάνι : «Για τον μετανάστη η πρώτη επιλογή είναι η σιωπή».

Είπε ακόμα πως στον κινηματογράφο είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα γιατί υπάρχουν αρκετές ταινίες για το θέμα. Ναι, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να κάνει μια κωμωδία με θέμα τις περιπέτειες των Αλβανών μεταναστών – όλοι κάνουν μαύρες κι άραχλες ταινίες με το δάκτυλο σηκωμένο και αυτό, συγνώμη, οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου. Ο Μπενίνι στο «Η ζωή είναι ωραία» έκανε κωμωδία με το Ολοκαύτωμα που είναι το νούμερο ένα θέμα ταμπού του περασμένου αιώνα – άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. Όποιος κάνει τέτοια ταινία και θα σκίσει και το νόημα θα περάσει – αυτή ήταν η ευφυής κίνηση του Καπλάνι.(Ναι, εννοώ πως κάποιος πρέπει να κάνει αυτό το βιβλίο ταινία.)

Ο κ. Γιαννουλόπουλος αναφέρθηκε στο μαύρο χιούμορ του Καπλάνι διαπιστώνοντας πως το βιβλίο του θα άξιζε να διαβαστεί για το χιούμορ που διαθέτει - αυτό είπα κι εγώ σε όλους τους φίλους μου. Είπε ακόμα πως θα ήθελε να επανέλθουν οι σχέσεις των ανθρώπων στην περίοδο πριν το 1990. Ναι, αλλά μόνο που τότε δεν υπήρχαν μετανάστες – τουλάχιστον τόσες εκατοντάδες χιλιάδες – και ούτως ή άλλως η πολιτικοοικονομική κατάσταση ήταν εντελώς διαφορετική.

Η ομιλία του ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και κάποια στιγμή αναφέρθηκε και σε μια έρευνα του ΕΚΚΕ που δείχνει πως η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είναι μεγαλύτερος στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Σκέφτηκα πως τώρα θα έλεγε και για το ταξικό του θέματος αλλά μάταια – μόνο εγώ το πιστεύω αυτό; Μάλλον έτσι συμβαίνει - οι άλλοι νομίζουν πως ο ρατσισμός και ο εθνικισμός είναι γρίπη και θα περάσουν συζητώντας.

Ο κ. Γιαννουλόπουλος είπε ακόμα για το πώς το Λονδίνο έγινε διεθνής πόλη ενώ πριν από πολλά χρόνια ήταν ξενόφοβο – μάλλον ήταν αφηρημένος λίγο νωρίτερα και δεν άκουσε την ιστορία που είπε για τον Μανουέλ Μπράβο η κ. Σχινά – και κατέληξε με τη φράση του Καπλάνι «Ο Θεός να μας έχει καλά αλλοδαπούς και ημεδαπούς». Αμήν.

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι ήταν ο τελευταίος ομιλητής και ξεκίνησε αναφερόμενος στον εμπνευστή της έκδοσης αυτού του βιβλίου, τον Κώστα Λαλιώτη. Είπε πως στα άρθρα του κάνει «λαθρεμπόριο λογοτεχνίας» και ότι κάποια στιγμή διαπίστωσε πως οι ήρωες του βιβλίου του είχαν βγει εκτός ελέγχου και είχαν αρχίσει να κάνουν τα δικά τους. Το είχε εξομολογηθεί τηλεφωνικά στον Λαλιώτη, αλλά αυτός δεν θα πρέπει να ανησύχησε ιδιαίτερα με την εξέλιξη αυτή, αφού αυτές οι καταστάσεις τού είναι γνωστές : κι αυτός με τους συντρόφους του γι’ αλλού ξεκίνησαν και τελικά κατέληξαν όπως κατέληξαν…

Ο κ. Καπλάνι είπε πως τον ενοχλεί όταν ακόμα και οι φίλοι του τον λένε «Αλβανό συγγραφέα» και όχι σκέτο «συγγραφέα». Ομολογώ πως δεν το κατάλαβα αυτό – λέμε «ο Αμερικανός αθλητής», «ο Γάλλος ποιητής», «ο Κρητικός συγγραφέας», «η Ρωσσίδα καλλονή» κοκ. Κάπου γεννηθήκαμε όλοι κι απ’ αυτόν τον τόπο παίρνουμε και έναν επιθετικό προσδιορισμό – δεν είναι κακό αυτό.

Γενικά, όσα είπε ο Καπλάνι για το πώς αισθάνεται Έλληνας και Αλβανός και τίποτα απ’ τα δυο και πως μετέχει στα «εμείς» και των Αλβανών και των Ελλήνων, οφείλω να παραδεχτώ πως δεν τα κατάλαβα. Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί νιώθει να την ανάγκη να τα εξηγήσει. Όλοι κάτι είμαστε – χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι. Είμαστε άνθρωποι του κόσμου αυτού όπως όλοι οι άλλοι, τελεία και παύλα.

Συνέχισε λέγοντας όμορφα πως «η λογοτεχνία δεν θα αλλάξει τον κόσμο, αλλά συνοδεύει τον κόσμο». Είπε ακόμα πως «ξεκίνησε λογοτέχνης και κατέληξε ιδεολόγος» - του εύχομαι να παραμείνει αλλά προσοχή να μη γίνει η ιδεολογία επάγγελμα. Ήταν εμφανώς συγκινημένος από τη βραδιά και επισήμανε την παρουσία στην αίθουσα ανθρώπων από την Αφρική, τις Φιλιππίνες, το Μεξικό και την Αλβανία.

Έκλεισε την ομιλία του λέγοντας πως η ξενιτιά είναι ρώσικη ρουλέτα και πως αυτόν τον ήθελε ο τζόγος αλλά ελπίζει για τα παιδιά να μην είναι μόνο υπόθεση τζόγου. «Και τι να είναι;» ρώτησα από μέσα μου. Ο χορτασμένος τον πεινασμένο ποτέ δεν τον κατάλαβε. Έλληνες, Αλβανοί, Τουρκαλβανοί, καμία σημασία δεν έχει. Με ευχές δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Αλλά ελλείψει προτάσεων θα πω κι εγώ «Ο Θεός να μας έχει καλά αλλοδαπούς και ημεδαπούς». Αμήν.

Στη συνέχεια τον λόγο πήραν άνθρωποι από το ακροατήριο και έγινε φανερό πως ο καθένας έχει μια κασέτα στο κεφάλι του και δεν αλλάζει ρεπερτόριο με τίποτα. Με εξαίρεση μια κυρία που ήταν σύντομη και ευχήθηκε στον συγγραφέα «καλή επιτυχία», οι υπόλοιποι – άνδρες όλοι – αποφάσισαν να μιλήσουν για τους …εαυτούς τους.

Έλληνες και Αλβανοί, μια φάρα όλοι – η φάρα της απόλυτης ιδιωτείας – και συζήτηση καμία. «Εγώ έκανα αυτό στο σχολείο που δουλεύω», «κι εγώ έκανα αυτό εκεί», «κι εγώ είπα αυτό σε ‘κείνον» κοκ. Αν τους άκουγες δε, ήταν σαν να μην υπήρχαν άλλοι λαοί στον κόσμο από τους Έλληνες και τους Αλβανούς. Νομίζω πως θα πρέπει Έλληνες, Αλβανοί και λοιποί Βαλκάνιοι να πηγαίνουν μια υποχρεωτική εκδρομή στην Κίνα για να τους φεύγουν τα υπαρξιακά και οι μεγαλοϊδεατισμοί.

Είδα τον Χωμενίδη να βγαίνει έξω κι αποφάσισα να τον ακολουθήσω για να του ζητήσω αυτόγραφο. Στην τουαλέτα ο Χωμενίδης, από πίσω κι εγώ. Μόλις βγήκε, τον πλησίασα κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του – νόμιζε πως καθαρίζω τις τουαλέτες. Δεν είχε ψιλά και μου έδωσε 20 ευρώ – θα είχε επηρεαστεί από τη συζήτηση που προηγήθηκε. Κόμπλαρα λίγο - γιατί είναι και πανύψηλος ο μπαγάσας - αλλά μάζεψα όλο το θάρρος μου και του ζήτησα αυτόγραφο. Μου έδωσε ένα πόστερ τεραστίων διαστάσεων που είχε στην κάλτσα του. «Σε ποιον να γράψω;» με ρώτησε. «Στον Γκαζμέντ Τσενάι» «Ωραίο όνομα» «Σας ευχαριστώ».

Άνοιξα την πόρτα του θεάτρου και έμεινα έκθαμβος. Έλληνες και Αλβανοί είχαν πετάξει τα ρούχα τους και επιδίδονταν σε οργιαστικές ερωτικές περιπτύξεις, ενώ από τα ηχεία ακούγονταν στη διαπασών και ταυτόχρονα οι εθνικοί ύμνοι των δυο χωρών. Έκλεισα διακριτικά την πόρτα, κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα στον καθαρό αέρα. Τέλη Σεπτέμβρη αλλά οι νεραντζιές έθαλλαν…




Το βιβλίο του Γκαζμέντ Καπλάνι «Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λιβάνη και είναι απολαυστικό. Κάντε μια χάρη στον εαυτό σας και διαβάστε το – θα περάσετε υπέροχα. Ο Γκαζμέντ Καπλάνι είναι ένας γλυκός άνθρωπος και μπορεί να είναι ο πρώτος αλλοδαπός – ας μου συγχωρήσει τον χαρακτηρισμό, κάπως πρέπει να τον πω – που θα περάσει στη συνείδηση των Ελλήνων με το μικρό του όνομα και μάλιστα με το χαϊδευτικό του. Δεν είναι λίγο αυτό και είναι στο δικό του χέρι. Καλή επιτυχία Γκάζι.

posted by πιτσιρίκος @ Τετάρτη, Σεπτέμβριος 27, 2006

Anonymous said...

Μικρό ημερολόγιο συνόρων

Συγγραφέας: Καπλάνι, Γκαζμέντ
Κατηγορία: Ξένη πεζογραφία
Εκδότης: Νέα Σύνορα Α. Α. Λιβάνη
Ημερ/νία έκδοσης: 2006
Αριθμός σελίδων: 187
Τιμή εκδότη: 12.00€
Τιμή Πρωτοπορίας: 10.80€

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ
Ποσότητα: Αγορά
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ:


Το σύνδρομο των συνόρων είναι ένα είδος "αρρώστιας", που δεν υπάρχει καν στον κατάλογο των αναγνωρισμένων ψυχικών διαταραχών. Το στοχαστικό αυτό μυθιστόρημα μιλά ακριβώς για την αρρώστια αυτή. Με δυο διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, μιλά για τα σύνορα του ολοκληρωτισμού, της φυγής, της ενοχής, του έρωτα, της προδοσίας, της συνύπαρξης, της άδειας παραμονής. Γεφυρώνει το ατομικό με το συλλογικό, δίνοντας φωνή σ' όλους τους μετανάστες που θωρακίστηκαν στη σιωπή τους.
Στο "Μικρό ημερολόγιο συνόρων" δε συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο -και ταυτόχρονα συμβαίνουν τα πάντα. Ο πρωταγωνιστής αφηγείται τις εφτά πρώτες μέρες μιας παρέας Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα στις αρχές του '90. Είναι μια αφήγηση όπου το δράμα και η τραγωδία συνυπάρχουν με το μαύρο χιούμορ και τη λυτρωτική αυτοειρωνεία. Ένα μυθιστόρημα που μας θυμίζει επιπλέον πως σε αυτό τον κόσμο είμαστε όλοι μετανάστες, με μια προσωρινή άδεια παραμονής πάνω σε αυτή τη γη, αθεράπευτα περαστικοί.

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)



ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γεννήθηκε το 1967 στη Λούσνια της Αλβανίας και τον Ιανουάριο του 1991, εδώ και δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, πέρασε τα σύνορα με την Ελλάδα, όπου και καταπιάστηκε με όλες εκείνες τις δουλειές με τις οποίες οφείλει να καταπιαστεί ένας μετανάστης αν θέλει να επιβιώσει. Ταυτόχρονα, όμως, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε διδακτορικό από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Περνώντας τα σύνορα για να μπει στη χώρα μας, ο Καπλάνι ένιωσε πως η ύπαρξή του σημαδεύτηκε μια για πάντα και με έναν απολύτως καθοριστικό τρόπο από αυτή τη μετακίνηση.
Αν για τον Κλαούντιο Μάγκρις (όπως τον ξέρουμε από τον «Δούναβη» και τους «Μικρόκοσμους») τα σύνορα είναι μια λεπτή και ευμετάβλητη γραμμή, η οποία δύσκολα μπορεί να διαχωρίσει τις κουλτούρες και τις ταυτότητες που την υπερκαθορίζουν, για τον Καπλάνι η έννοια των συνόρων συλλαμβάνεται και σχηματίζεται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Τα σύνορα στη δική του συνείδηση αποτελούν έναν πανύψηλο και απολύτως συμπαγή τοίχο, ο οποίος είτε οριοθετεί μιαν εφιαλτικών διαστάσεων φυλακή (αν τον κοιτάζει κανείς από μέσα) είτε αποκαλύπτει έναν αχανή χώρο ελευθερίας (μόνο για όσους καταφέρουν να αποκτήσουν το προνόμιο να τον παρατηρούν απ' έξω). Οπως πολύ χαρακτηριστικά γράφει ο Καπλάνι στις πρώτες κιόλας αράδες του βιβλίου του: «Το να αγγίζεις τα σύνορα μιας χώρας υπό ολοκληρωτικό καθεστώς, όπως ήταν η Αλβανία μέχρι το 1991, και προπαντός να τα περνούσες, ισοδυναμούσε είτε με θαύμα είτε με θανάσιμη αμαρτία. Εκείνοι που έπαιρναν την άδεια να τα περάσουν ήταν λιγοστοί. Ηταν οι τυχεροί. Από μας τους υπολοίπους, την πλειονότητα δηλαδή, θεωρούνταν άνθρωποι που κουβαλούσαν μέσα τους κάτι το εξαιρετικό -κάτι από το μυστήριο των εξωγήινων. Εμείς οι άλλοι ήμασταν απλώς καταδικασμένοι να κάνουμε εικασίες γι' αυτό που υπήρχε πέρα από τα σύνορα... 'Η και να σκοτώνουμε στο μυαλό μας την απλή ιδέα ότι πέρα από δω ο κόσμος συνεχίζεται...»

Από το σκοτάδι και τη φτώχεια στον πλούτο και στα φώτα

Ο κόσμος, βέβαια, συνεχίστηκε τόσο για τον Καπλάνι όσο και για όλους όσοι βρέθηκαν μαζί του στην Ελλάδα τότε, αλλά και τα επόμενα χρόνια, μέχρι και σήμερα. Πώς, ακριβώς, όμως, συνεχίστηκε αυτός ο κόσμος; Σίγουρα, όχι με τους καλύτερους όρους. Το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» αποτελεί μια πυκνή και κάθε άλλο παρά συναισθηματικά παραφουσκωμένη, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να συμβεί σε μια τέτοια περίσταση, εξιστόρηση της συνέχειας που γνώρισαν οι Αλβανοί μετανάστες όταν άφησαν την καταπιεστική και πάμφτωχη πατρίδα τους για να έρθουν στο γεμάτο πλούτο και φώτα καπιταλιστικό κέντρο των Βαλκανίων. Η αφήγηση στο βιβλίο του Καπλάνι κινείται σε δύο επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο, τυπωμένο με πλαγιογράμματους χαρακτήρες, ο χρόνος της αναφοράς είναι ιστορικός και ανακαλεί τις πρώτες ημέρες της παραμονής του αφηγητή στην Ελλάδα. Στο δεύτερο επίπεδο, τυπωμένο με κανονικούς χαρακτήρες, ο λόγος αποβάλλει το πρώτο ενικό της μνήμης και της εξομολόγησης και τείνει προς ένα αφαιρετικότερο, δοκιμιακό (αν μπορώ να το πω έτσι) ύφος, μέσω του οποίου ο αφηγητής επιδιώκει να μετατρέψει τη ζωική του εμπειρία (την τόσο πικρά και σκληρά κερδισμένη) σε στοχασμό για την τύχη τού μετανάστη και τη συχνά εντελώς παράλογη και αδιέξοδη τροχιά της.
Ποια είναι η μοίρα που επιφυλάσσεται στο μετανάστη στη Ελλάδα (ο Καπλάνι δεν ξεχνά πως οι Ελληνες βρέθηκαν στη θέση του πριν από μια πεντηκονταετία, αναζητώντας πόρους στην Ευρώπη, στη Βόρεια Αμερική ή στην Αυστραλία) ή σε οποιαδήποτε χώρα ικανή να απορροφήσει τη μετανάστευση; Ο μετανάστης θα πρέπει κατ' αρχάς να χρεωθεί όλα τα ποινικά παραπτώματα κάποιων συμπατριωτών του, που θα τον μετατρέψουν αυτομάτως σε αποδιοπομπαίο τράγο για τον οποιονδήποτε. Θα πρέπει, επίσης, ακολούθως, να υποστεί κάθε επαγγελματική ταπείνωση προκειμένου να εξασφαλίσει ακόμη και τα χρειώδη ενώ ακόμη κι αν μάθει στην εντέλεια τη γλώσσα του τόπου στον οποίο έχει αναζητήσει καταφύγιο, δεν θα πάψει ποτέ να νιώθει ξένος, απόβλητος και μόνος. Και θα φτάσει κάποτε στο σημείο να αποξενωθεί και από τα παιδιά του, που ενσωματωμένα για τα καλά στο σύστημα της χώρας υποδοχής δεν θα έχουν (ούτε θα κατορθώσουν εν ουδεμιά περιπτώσει να εννοήσουν και να καταλάβουν) τις δικές του φοβίες και ανασφάλειες.

Γνήσιος αυτοσαρκασμός

Το «Μικρό ημερολόγιο συνόρων» διαθέτει απέριττες διατυπώσεις, γνήσιο και σε ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμό, γοργή και λειτουργική εναλλαγή των δύο αφηγηματικών του επιπέδων και, πάνω απ' όλα, μεγάλη συγκινησιακή δύναμη και πειθώ. Στη λογοτεχνία της μετανάστευσης, όπως την έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα μέσα από τα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου, του Τηλέμαχου Κώτσια ή του Χρήστου Χαρτοματσίδη (για να μείνω σε τρία πολύ αντιπροσωπευτικά παραδείγματα), έρχεται τώρα να προστεθεί ένα έργο το οποίο έχει γραφεί στα ελληνικά από Αλβανό συγγραφέα.
Ξέρω πως η λογοτεχνία στην Αλβανία μόλις τώρα ξεκινάει την ανθηρή της πορεία, αλλά ο Καπλάνι δεν συνάπτει, ούτως ή άλλως, τον παραμικρό δεσμό με αυτήν. Ο Καπλάνι ζει στην Ελλάδα και, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, μοιραζόμαστε μαζί του τις ίδιες παραστάσεις, τις ίδιες καταστάσεις και, πρωτίστως, την ίδια γλωσσική συνθήκη. Η παρουσία του, λοιπόν, στην πεζογραφία συνιστά ένα ζήτημα το οποίο μάς αφορά άμεσα και μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον, καθώς κι αν θα παρακολουθήσουμε παρόμοιες εκδηλώσεις από τρίτους. Δεν υπάρχει, πάντως, αμφιβολία πως η αρχή γίνεται με τους πλέον ενθαρρυντικούς οιωνούς.

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/07/2006