Η τύχη έφερε δύο Αλβανούς συγγραφείς να έχουν την ίδια εβδομάδα την ευκαιρία να αναλογιστούν τη σχέση τους με εμάς τους Έλληνες – κι εμάς τους Έλληνες να αναλογιστούμε τη σχέση μας με τη γειτονική μας χώρα.
Ο ένας συγγραφέας είναι ο παλιότερος -και διάσημος σε όλο τον κόσμο- Ισμαήλ Κανταρέ, ο άλλος είναι ο (μόλις σαράντα χρονών) Μπεν Μπλούσι, από τα μεγάλα ονόματα του Αλβανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και συγγραφέας του πιο πετυχημένου λογοτεχνικού έργου τα τελευταία χρόνια στην Αλβανία. Και οι δύο είχαν προγραμματίσει από καιρό να έρθουν στην Ελλάδα να παρουσιάσουν τα βιβλία τους.
Όπως όλοι διαβάσαμε στις εφημερίδες, ο Κανταρέ, ξαφνικά, κι ενώ όλα ήταν προγραμματισμένα για μια εμφάνισή του στο Μέγαρο (ο Κανταρέ πρόσφατα μετακόμισε στον εκδοτικό οίκο «Ελληνικά γράμματα» και η εμφάνισή του θα σηματοδοτούσε κατά κάποιο τρόπο τη νέα εκδοτική παρουσία του στην Ελλάδα), αποφάσισε να μην έρθει διαμαρτυρόμενος για τη στάση εκείνων των ανεγκέφαλων στρατιωτών που διάλεξαν την 25η Μαρτίου για να διαφημίσουν σε όλο τον κόσμο τη ρατσιστική τους εκπαίδευση.
Ο Μπλούσι, αντίθετα, ήρθε, γέμισε ασφυκτικά το θεατράκι «104» της οδού Θεμιστοκλέους και, παρουσιάζοντας μαζί με τον Νίκο Παπανδρέου, το βιβλίο του «Να ζεις σε νησί» (εκδ. Καστανιώτη), δεν έχασε την ευκαιρία να δηλώσει ότι οι σχέσεις καλής γειτνίασης και συνεργασίας των δύο λαών είναι μονόδρομος και ότι η ανάπτυξη της Αλβανίας περνάει μονάχα μέσα από την Ευρώπη και τις καλές σχέσεις με τους γείτονές της.
(Παρένθεση προσωπικού χαρακτήρα: Πηγαίνοντας με τον Μπλούσι τις μέρες της παρουσίας του στην Αθήνα σε εστιατόρια και ταβέρνες έπεσα από τα σύννεφα όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι σερβιτόροι που γνωρίζω χρόνια είναι Αλβανοί: είναι τόσο άψογα τα ελληνικά τους, τόσο αξιοθαύμαστη η προσαρμοστικότητά τους, που ποτέ δεν είχα υποψιαστεί ότι δεν ήταν Έλληνες. Και συνειδητοποίησα, για μια φορά ακόμα, πόσο η κρατούσα άποψη για τους Αλβανούς μετανάστες στη χώρα μας είναι αλλοιωμένη, στρεβλή, ηλίθια: οι άνθρωποι αυτοί, που δουλεύουν ατέλειωτες ώρες σε διάφορες υπηρεσίες, που ήρθαν νέοι και δεν έχουν ακόμα αποφασίσει αν θα επιστρέψουν κάποτε στη χώρα τους, παρακολουθούν με την ίδια ζέση την πολιτική κατάσταση και των δύο χωρών -όλοι ήξεραν τον Μπλούσι, και οι περισσότεροι είχαν διαβάσει το βιβλίο του, στα αλβανικά βεβαίως- και θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες και των δύο χωρών – και, νομίζω, δίνουν όλο και λιγότερη σημασία στη μικρή εκείνη μερίδα των Ελλήνων ρατσιστών. Άλλωστε, όπως λέει ο Μπλούσι, βρισκόμαστε σε ένα νέο είδος μετανάστευσης σε σχέση με τις παλιές, αφού από την Κορυτσά στη Θεσσαλονίκη η απόσταση είναι μικρότερη από ό,τι η απόσταση Κορυτσάς-Τιράνων).
Για μια ακόμα φορά, μένω δύσπιστος απέναντι στις μεγάλες ρητορείες και στις κατασκευασμένες ιδεολογικές γραμμές που χωρίζουν τους ανθρώπους. Ο Κανταρέ (για τον οποίο οι κακές γλώσσες λένε ότι οι δημοκρατικές του ευαισθησίες είναι μάλλον όψιμες…), μπορεί να νιώθει ότι παίρνει το αίμα του πίσω τιμωρώντας όλους τους Έλληνες με την απουσία του, σίγουρα όμως δεν βοηθάει να αλλάξουν τα πράγματα μεταξύ των δύο λαών.
Από τον ΑΝΤΑΙΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗ για την Αυγή της Κυριακής
1 comment:
«Το ατύχημα» του Ισμαήλ Κανταρέ
15/04/2010
του Niko Ago
Με τον Ισμαήλ Κανταρέ μεγαλώσαμε. Η γενιά η δική μου και οι προηγούμενες. Τον διαβάζαμε για την αναμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία – οι περισσότεροι - και από κομματική υποχρέωση. Δεν υπήρξα μέλος τους Κόμματος και δεν ξέρω πώς αναλύανε τα βιβλία του στις αυστηρά κλειστές συγκεντρώσεις. Κανταρέ ίσον θεσμός στην Αλβανία του Χότζα.
Αυτό που θυμάμαι έντονα και ως τελευταία εικόνα, είναι η φυγή του από την Αλβανία για το Παρίσι στις αρχές του 1990. Την ώρα που έπνεε τα λοίσθια η αλβανική κομουνιστική καρικατούρα που κληρονόμησε ο Ραμίζ Αλία και το ντόμινο των αλλαγών στην Ανατολική Ευρώπη έδινε τα πρώτα ισχυρά σημάδια κατάρρευσης στο δικό μας «παράδεισο», ο Κανταρέ αποφάσιζε να φύγει καταγγέλλοντας αυτά που για περίπου σαράντα χρόνια έβλεπαν όλοι - κι εκείνος από πολύ πιο κοντά. Κεραυνός εν αιθρία. Έκτακτα συμβούλια των μελών του Κόμματος παντού. Στον στρατό, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στις κοοπερατίβες, στα ορυχεία, στις φυλακές, στα εργοτάξια. Έπρεπε να καθοριστεί η στάση απέναντι στον μέχρι τότε χαϊδεμένο παιδί του συστήματος και νυν επώνυμο φυγά.
Θυμάμαι σαν σήμερα εκείνο τον αναψοκοκκινισμένο συνταγματάρχη – έτυχε να είμαι φαντάρος τότε- να μας μιλά με φλογερό λόγο για τον «προδότη που δάγκωσε το χέρι που τον τάισε και έγινε φερέφωνο των εχθρών του έθνους». Οι προτάσεις για να κηρυχτεί «Μέγας προδότης» και οι φωνές που ζητούσαν ανοιχτά από το Κόμμα να …κάψει τα βιβλία του σε δημόσια θέα, θεωρήθηκαν κάπως ακραίες και το όλο ζήτημα έκλεισε με μια ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος στην οποία γινόταν σφοδρή επίθεση στον Κανταρέ.
Σύντομα τα πράγματα άλλαξαν και η συμβολικά αντιστασιακή πράξη του μεγάλου συγγραφέα δεν είχε την προσδοκώμενη απήχηση. Ο «παράδεισος» κατέρρευσε και οι Αλβανοί όπου φύγει-φύγει, κάνοντας τις τότε αντιδράσεις (να μοιάζουν) γελοίες.
Τα βιβλία του Κανταρέ έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα χώρες και κυκλοφορούν όλα στην Ελλάδα. Στις 12 Απριλίου κυκλοφόρησε το πιο πρόσφατο με τίτλο «Το ατύχημα». Ηταν να έρθει στην Αθήνα στις 19 Απριλίου για μια διάλεξη –συνέντευξη στο Μέγαρο Μουσικής - αλλά το μετάνοιωσε. Ο λόγος; Τα ρατσιστικά συνθήματα των «βατράχων» των Ο.Υ.Κ. μετά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου.
«Γνωρίζετε καλά τον θαυμασμό που τρέφω για την ελληνική λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά εκτιμώ ότι μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα, το οποίο στερείται κάθε ίχνος πολιτισμού, η επίσκεψή μου θα ήταν άκαιρη...» δικαιολογήθηκε.
Για τα αλβανικά γράμματα ο Κανταρέ είναι ότι για τα ελληνικά ο Σεφέρης ο Ρίτσος και ο Ελύτης. Έχω την βεβαιότητα πως αν σε κάποιους προσφέρει υπηρεσία με την άρνησή του να έρθει στην Αθήνα, αυτοί δεν είναι σίγουρα οι συμπατριώτες του που ήθελε να υπερασπιστεί, ούτε και οι πολυάριθμοι αναγνώστες των βιβλίων του.
*Ο Niko Ago είναι δημοσιογράφος.
Post a Comment